δαίμονας,
ο, ουσ.
[<αρχ. δαίμων], ο δαίμονας. 1. πνεύμα του κακού και, κατ’ επέκταση, ο
διάβολος, ο σατανάς: «έχει κυριευτεί απ’ το δαίμονα». 2. αυτός που
σπρώχνει, που ωθεί κάποιον στην αμαρτία: «ήταν μια γυναικάρα, σωστός δαίμονας,
που σε ξεσήκωνε με μια της ματιά». (Λαϊκό τραγούδι: τις νύχτες τις αόρατες
εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί μου λέν’ οι δαίμονες σήκω και
περιπάτει). 3. άνθρωπος πανέξυπνος, τετραπέρατος, αλλά και
κακόβουλος, μοχθηρός: «δεν είναι μόνο που θα χάσεις την ησυχία σου, αν μπλέξεις
μ’ αυτόν το δαίμονα, αλλά θα χάσεις και τα λεφτά σου». 4. αυτός που
προκαλεί προβλήματα, που προξενεί ανησυχία με τη συμπεριφορά του: «μόλις
σχολάσει το σχολείο, φωνάζουν όλοι οι μαθητές σαν τους δαίμονες και δε μας
αφήνουν σε ησυχία». (Ακολουθούν 30 φρ.)·
- α
στο δαίμονα ή άι στο δαίμονα! α. κατάρα με την οποία
στέλνουμε κάποιον στο διάολο. β. ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της
φωνής εκφράζει αμφισβήτηση ή έκπληξη για καλό ή για κακό: «ο τάδε αγόρασε βίλα
στην εξοχή. -Άι στο δαίμονα, αυτός δεν είχε να φάει! || σκοτώθηκε ο τάδε. -Άι
στο δαίμονα, πριν λίγες ώρες ήμασταν μαζί!»· βλ. και φρ. άι στο διάβολο! λ.
διάβολος·
- απειλεί
θεούς και δαίμονες, βλ. λ. θεός·
- άσ’
τα να πάνε στο δαίμονα! απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή του ή
από την κακή πορεία της εργασίας του σε άτομο που τον ρωτάει από ενδιαφέρον πώς
πας ή πώς πάει ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα και
έχει την έννοια πως τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά και ούτε υπάρχει
περίπτωση να διορθωθούν. Συνών. άσ’ τα να πάνε στ’ ανάθεμα! / άσ’ τα να πάνε
στα κομμάτια! / άσ’ τα να πάνε στα τσακίδια! / άσ’ τα να πάνε στην οργή! / άσ’
τα να πάνε στο διάβολο! / άσ’ τα να πάνε στον κόρακα(!)·
- άσ’
το να πάει στο δαίμονα! μην το υπολογίζεις, βγάλ’ το από το νου σου, διάγραψέ
το: «αφού βλέπεις πως το μηχάνημα είναι χαλασμένο, άσ’ το να πάει στο
δαίμονα!». Συνών. άσ’ το να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ το να πάει στα κομμάτια!
/ άσ’ το να πάει στα τσακίδια! / άσ’ το να πάει στην οργή! / άσ’ το να πάει στο
διάβολο! / άσ’ το να πάει στον κόρακα(!)·
- άσ’
τον να πάει στο δαίμονα! μην τον υπολογίζεις, αγνόησέ τον: «αφού σε
πρόδωσε, άσ’ τον να πάει στο δαίμονα!». Συνών. ας’ τον να πάει στ’ ανάθεμα!
/ άσ’ τον να πάει στα κομμάτια! / άσ’ τον να πάει στα τσακίδια! / άσ’ τον να
πάει στην οργή! / άσ’ τον να πάει στο διάβολο! / άσ’ τον να πάει στον κόρακα(!)·
- βρίζει
θεούς και δαίμονες, βλ. λ. θεός·
- είναι
κακός δαίμονας, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει την ικανότητα να
παρακινεί τους άλλους στο κακό: «είναι κακός δαίμονας αυτός που κάνεις παρέα
και θα σε μπλέξει χωρίς να το καταλάβεις»·
- είναι
ο κακός μου δαίμονας, δεν μπορώ ποτέ να αντιμετωπίσω με επιτυχία το άτομο
για το οποίο γίνεται λόγος: «σε οτιδήποτε έρχομαι αντιμέτωπος μ’ αυτόν τον
άνθρωπο, σηκώνω τα χέρια μου, γιατί είναι ο κακός μου δαίμονας || αυτή η ομάδα
είναι ο κακός μας δαίμονας και ποτέ δεν μπορούμε να τη νικήσουμε»·
- έχει
το δαίμονα μέσα του, α. είναι άνθρωπος πανέξυπνος, δραστήριος,
επινοητικός, εφευρετικός: «αυτό το παιδί θα προκόψει πολύ στη ζωή του, γιατί
έχει το δαίμονα μέσα του». β. είναι άνθρωπος κακόβουλος, μοχθηρός: «μην
του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί έχει το δαίμονα μέσα του και δεν κάνει καλό σε
κανέναν». Συνών. έχει το διάβολο μέσα του / έχει το σατανά μέσα του·
- θηλυκός
δαίμονας, γυναίκα πολύ έξυπνη, αλλά και πολύ μοχθηρή και ραδιούργα: «αν
μπλέξεις μ’ αυτόν το θηλυκό δαίμονα, θα καταστρέψεις το σπίτι σου»·
- κατεβάζει
θεούς και δαίμονες, βλ. λ. θεός·
- με
πιάνουν οι δαίμονες, βλ. συνηθέστ. με πιάνουν τα δαιμόνια, λ.
δαιμόνιο·
- μπήκε
ο δαίμονας μέσα του, άρχισε ξαφνικά να συμπεριφέρεται εχθρικά ή παράλογα
προς τους άλλους αλλά και προς τον ίδιο του τον εαυτό: «ήταν τόσο συνετό παιδί,
όμως στα καλά καθούμενα, λες και μπήκε ο δαίμονας μέσα του, άρχισε να κάνει ένα
σωρό τρελά πράγματα». Συνών. μπήκε ο διάβολος μέσα του·
- να
με παρ’ ο δαίμονας! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα
έχει με τον εαυτό του: «να με παρ’ ο δαίμονας, όλο βλακείες κάνω!». Πολλές
φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να με πάρει. Συνών. να με πάρ’ η
ευχή! / να με πάρ’ η οργή! / να με πάρ’ ο διάβολος! / να με πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να
παρ’ ο δαίμονας! (γενικά) έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου
για την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του: «να πάρ’ ο δαίμονας, τίποτα δε
δουλεύει σωστά σ’ αυτή την επιχείρηση!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το φτου
και πιο σπάνια το που, ενώ είναι φορές που ακούγεται και φτου,
που και η φρ. κλείνει πάλι με το να πάρει. Συνών. να πάρ’ η ευχή!
/ να πάρ’ η οργή! / να πάρ’ ο διάβολος! / να πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να
πας στο δαίμονα! δε νοιάζομαι, δε με ενδιαφέρει διόλου τι θα κάνεις, τι θα
απογίνεις ή για το πού θα πας. Συνήθως η φρ. δίνεται ως απάντηση αδιαφορίας
στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι θα γίνω
(θ’ απογίνω) ή τώρα πού θα πάω. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να
ησυχάσουμε ή με το να τελειώνουμε. Συνών. να πας στ’ ανάθεμα! /
να πας στα τσακίδια! / να πας στο διάβολο! / να πας στον αγύριστο! / να πας
στον εξαποδώ(!)·
- να
σε παρ’ ο δαίμονας! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα
έχει με κάποιον: «να σε παρ’ ο δαίμονας, σταμάτα επιτέλους αυτό το θόρυβο!».
Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να σε πάρει. Συνών. να σε πάρ’
η ευχή! / να σε πάρ’ η οργή! / να σε πάρ’ ο διάβολος! / να πάρ’ ο κόρακας(!)·
- ο
δαίμονας (δαίμων) του τυπογραφείου, το τυπογραφικό λάθος. Συνήθως
αναφέρεται στο χώρο του Τύπου·
- οι
δαίμονες της ασφάλτου, οδηγοί, ιδίως μοτοσικλετιστές, που αναπτύσσουν
μεγάλη ταχύτητα και που γενικά οδηγούν παράτολμα: «απ’ όπου περνούν οι δαίμονες
της ασφάλτου, αναστατώνουν τον κόσμο»·
- πού
στο δαίμονα είναι! λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα που αναζητάμε ή που
περιμένουμε για αρκετό χρονικό διάστημα και για επείγουσα ανάγκη, χωρίς να
γνωρίζουμε πού βρίσκεται: «πού στο δαίμονα είναι ο ηλεκτρολόγος, που
κινδυνεύουνε να περάσουμε όλη τη νύχτα μέσ’ στο σκοτάδι! || πού στο δαίμονα
είναι ο αναπτήρας μου και δεν μπορώ ν’ ανάψω το τσιγάρο μου!». Συνών. πού
στ’ ανάθεμα είναι! / πού στα κομμάτια είναι! / πού στα τσακίδια είναι! / πού
στην ευχή είναι! / πού στην οργή είναι! / πού στο διάβολο είναι! / πού στο καλό
είναι! / πού στον κόρακα είναι(!)·
- πού
στο δαίμονα ήσουν! λέγεται απειλητικά ή επιτιμητικά σε άτομο που ψάχναμε
επίμονα και δεν καταφέραμε να βρούμε, τη στιγμή που το χρειαζόμασταν ή που το
περιμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πού στο δαίμονα ήσουν κι έφαγα τον
κόσμο να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα ήσουν! / πού στα κομμάτια ήσουν! /
πού στα τσακίδια ήσουν! / πού στην ευχή ήσουν! / πού στην οργή ήσουν! / πού στο
διάβολο ήσουν! / πού στο καλό ήσουν! / πού στον κόρακα ήσουν(!)·
- πού
στο δαίμονα πήγε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «πού στο δαίμονα πήγε ο
αναπτήρας μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγε! / πού στα κομμάτια πήγε! / πού
στα τσακίδια πήγε! / πού στην ευχή πήγε! / πού στην οργή πήγε! / πού στο
διάβολο πήγε! / πού στο καλό πήγε! / πού στον κόρακα πήγε(!)·
- πού
στο δαίμονα πήγες! πού εξαφανίστηκες: «πού στο δαίμονα πήγες και σε ψάχνω
απ’ το πρωί!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγες! / πού στα κομμάτια πήγες! / πού
στα τσακίδια πήγες! / πού στην ευχή πήγες! / πού στην οργή πήγες! / πού στο
διάβολο πήγες! / πού στο καλό πήγες! / πού στον κόρακα πήγες(!)·
- πώς
στο δαίμονα! με ποιο τρόπο: «πώς στο δαίμονα ζουν μέσα σε τόση φτώχια, είν’
άξιο απορίας!». Συνών. πώς στ’ ανάθεμα! / πώς στα κομμάτια! / πώς στην ευχή!
/ πώς στην οργή! / πώς στο διάβολο! / πώς στο καλό! / πώς στον κόρακα(!)·
- τι
στο δαίμονα! έκφραση εκνευρισμού ή δυσφορίας: «τι στο δαίμονα κάνει τόση
ώρα και δεν έρχεται!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα! / τι στα κομμάτια! / τι στην
ευχή! / τι στην οργή! / τι στο διάβολο! / τι στο καλό! / τι στον κόρακα(!)·
- τι
στο δαίμονα έγινε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «τι στο δαίμονα έγινε
το στιλό μου!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινε! / τι στα κομμάτια έγινε! / τι
στην ευχή έγινε! / τι στην οργή έγινε! / τι στο διάβολο έγινε! / τι στο καλό
έγινε! / τι στον κόρακα έγινε(!)·
- τι
στο δαίμονα έγινες! πού εξαφανίστηκες: «τι στο δαίμονα έγινες και σε
χρειάζομαι!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινες! / τι στα κομμάτια έγινες! / τι
στην ευχή έγινες! / τι στην οργή έγινες! / τι στο διάβολο έγινες! / τι στο καλό
έγινες! / τι στον κόρακα έγινες(!)·
- τι
στο δαίμονα θέλει; έκφραση δυσφορίας για την επίσκεψη κάποιου ανεπιθύμητου
ατόμου: «σας ζητάει ο θυρωρός. -Τι στο δαίμονα θέλει;». Συνών. τι στ’
ανάθεμα θέλει; / τι στα κομμάτια θέλει; / τι στην ευχή θέλει; / τι στην οργή
θέλει; / τι στο διάβολο θέλει; / τι στο καλό θέλει; / τι στον κόρακα θέλει(;)·
- τι
στο δαίμονα κάνεις! έκφραση απορίας για κάποιον που ασχολείται με πράγματα
έξω από τις οδηγίες μας ή έξω από την ορθή διαδικασία ή εκτέλεση. Συνήθως η φρ.
κλείνει με το εδώ ή το εκεί. Συνών. τι στ’ ανάθεμα κάνεις! /
τι στα κομμάτια κάνεις! / τι στην ευχή κάνεις! / τι στην οργή κάνεις! / τι στο
καλό κάνεις! / τι στον κόρακα κάνεις(!)·
- τον
κυνηγάνε θεοί και δαίμονες, βλ. λ. θεός.