δαδί,
το, ουσ.
[<μσν. δαδίν <αρχ. δαδίον, υποκορ. του ουσ. δάς], το δαδί·
-
ανάβω δαδί, (στη
γλώσσα της αργκό) δημιουργώ φασαρίες, δυσάρεστες καταστάσεις: «κάθε φορά που
έρχεται στο μαγαζί, ανάβει δαδί και διώχνει την πελατεία. Από το ότι κατά το
άναμμα του δαδιού, που είναι πολύ εύφλεκτο, προκαλούνται διάφορα ατυχήματα. Συνών.
ανάβω καντήλα / ανάβω λάμπα / ανάβω λαμπάδα / ανάβω φιτίλια / ανάβω φόκο /
ανάβω φωτιά (β)·
-
ήρθε ο Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και πυρώσ’, ο προνοητικός άνθρωπος ενεργεί με
τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι έτοιμος, αν του παρουσιαστεί ξαφνικά κάποια ανάγκη:
«στη ζωή του πρέπει κανείς να προλαμβάνει κι όχι να θεραπεύει, γι’ αυτό, ήρθε ο
Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και πυρώσ’». Από το ότι, θα
πρέπει κάποιος να προετοιμάζεται για τις δυσκολίες του χειμώνα ήδη από τις 20
Ιουλίου, γιορτή του Προφήτη Ηλία, γιατί, πολλές φορές, ο χειμώνας έρχεται
πρόωρα, ακόμη και από τις 14 Σεπτεμβρίου, μέρα που η Εκκλησία μας γιορτάζει την
Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, οπότε να τον βρει έτοιμο να ζεσταθεί (πυρωθεί) κοντά
στη φωτιά. Συνών. αν ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνα / άναψε το φανάρι
σου, προτού να σ’ εύρει η νύχτα / όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα
βγάζει / των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν. Αντίθ. άμα
δεν πεινάσει, δε ζυμώνει·
-
κάηκε σαν δαδί ή
κάηκε σαν το δαδί, το άτομο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος,
κάηκε γρήγορα και ολοκληρωτικά, κάηκε και καταστράφηκε γρήγορα και
ολοκληρωτικά: «περιέχυσε απάνω του ένα μπιτόνι βενζίνα και μόλις άναψε το
σπίρτο κάηκε σαν δαδί ο έρμος || έπιασε φωτιά ένα εργοστάσιο με πλαστικά και
μέσα σε λίγη ώρα κάηκε σαν δαδί». Από το ότι, το δαδί είναι κομμάτι ξύλου
ρητινώδους δέντρου, συνήθως πεύκου, που χρησιμοποιείται ως προσάναμμα επειδή
είναι πολύ εύφλεκτο.