γυροβολιά, η, ουσ. [<μσν. γυροβολιά <ρ. γυροβολώ], η
γρήγορη και πλήρης περιστροφή του σώματος, ιδίως σε δημοτικό χορό·
-
δίνω μια γυροβολιά, βλ. φρ. ρίχνω μια γυροβολιά·
-
δίνω τις γυροβολιές μου, βλ. φρ. ρίχνω τις γυροβολιές μου·
-
κάνω μια γυροβολιά, βλ. φρ. ρίχνω μια γυροβολιά·
-
κάνω τις γυροβολιές μου, βλ. φρ. ρίχνω τις γυροβολιές μου·
-
παίρνω μια γυροβολιά, βλ. φρ. ρίχνω μια γυροβολιά·
-
παίρνω τις γυροβολιές μου, βλ. φρ. ρίχνω τις γυροβολιές μου·
-
ρίχνω μια γυροβολιά, κάνω μια χορευτική φιγούρα με μια πλήρη περιστροφή
του σώματός μου, ιδίως σε δημοτικό χορό: «μόλις άκουσε το κλαρίνο, σηκώθηκε κι
έριξε μια γυροβολιά»·
-
ρίχνω τις γυροβολιές μου, χορεύω, ιδίως δημοτικό χορό: «κάθε φορά που
πηγαίνουμε στο χωριό κι έχει πανηγύρι, ρίχνω κι εγώ τις γυροβολιές μου»·
-
τον φέρνω γυροβολιά, α. τον μεταχειρίζομαι διπλωματικά, τον
πείθω, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: «αυτός μπορεί να φέρει γυροβολιά και το
διάβολο». β. τον νικώ: «είναι πολύ δυνατός και μόνο εσύ μπορείς να τον
φέρεις γυροβολιά»·
-
φέρνω μια γυροβολιά, βλ. φρ. ρίχνω μια γυροβολιά·
-
φέρνω τις γυροβολιές μου, βλ. φρ. ρίχνω τις γυροβολιές μου.