γυμνός, -ή,
-ό, επίθ. [<αρχ. γυμνός], γυμνός. 1. που είναι ρακένδυτος,
κουρελής και, κατ’ επέκταση, που είναι πολύ φτωχός: «οι γυμνοί δεν έχουν θέση
στον κόσμο των πλουσίων». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ περπάτησα γυμνός, εγώ
βαδίζω μόνος, σπίτι μου είναι ο δρόμος). 2α. το ουδ. ως ουσ. το
γυμνό, το γυμνό ανθρώπινο σώμα, ιδίως όπως παρουσιάζεται από τις
εφημερίδες, τα περιοδικά και την τηλεόραση: «υπάρχουν ακόμη πολλοί άνθρωποι που
εξακολουθούν να σοκάρονται με το γυμνό || κυκλοφορεί ένα περιοδικό, που έχει
όλο γυμνά || παρακολούθησα ένα έργο στην τηλεόραση, που είχε όλο γυμνά». β. πίνακας
ζωγραφικής με γυμνό ανθρώπινο σώμα: «στο σαλόνι του έχει ένα σπάνιο γυμνό του
τάδε ζωγράφου»·
-
γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
-
δια γυμνού οφθαλμού, βλ. λ. οφθαλμός·
-η γυμνή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
-
με γυμνό μάτι, βλ. λ. μάτι·
-
νιώθω γυμνός ή νιώθω σαν γυμνός ή νιώθω σαν να ’μαι γυμνός, λέγεται
στην περίπτωση που δε φορώ κάτι που συνηθίζω πάντα να το φορώ, γιατί έχω την
εντύπωση πως με κολακεύει ή γιατί το θεωρώ απαραίτητο: «όταν βγαίνω έξω χωρίς
να φορώ το καπέλο μου, νιώθω σαν να ’μαι γυμνός»·
-
την πήρε γυμνή, (για γυναίκες) την παντρεύτηκε χωρίς να έχει καθόλου
προίκα, την παντρεύτηκε πάμφτωχη: «την αγαπούσε τόσο πολύ, που την πήρε γυμνή».
Σπάνια αναφέρεται και για άντρα.