γυαλί, το,
ουσ. [<μσν. γυαλίν <αρχ. ὕαλος], το γυαλί. 1. το τζάμι: «πρόσεχε
μην πέσεις πάνω στο γυαλί». 2. το ποτήρι. (Λαϊκό τραγούδι: ρίξε στο γυαλί
φαρμάκι μονορούφι να το πιω, είν’ ο πόνος μου μεγάλος τη φουρτούνα που
περνώ). 3. ο καθρέφτης: «καθόταν μια ώρα μπροστά στο γυαλί και
χτενιζότανε». 4. τα ματογυάλια: «πολύ σου πάει αυτό το γυαλί». 5.
η τηλεόραση: «μόλις γυρίσει στο σπίτι, θρονιάζεται μπροστά στο γυαλί, μέχρι να
νυστάξει». 6. η ναυτική διόπτρα, το κανοκυάλι: «ο πλοίαρχος πήρε το
γυαλί και προσπάθησε να ξεχωρίσει τη σημαία του πλοίου που ερχόταν απ’ τον
ορίζοντα». 7α. στον πλ. τα γυαλιά, τα ματογυάλια: «έσπασαν τα
γυαλιά μου και πρέπει ν’ αγοράσω άλλα». (Λαϊκό τραγούδι: το παιδί με τα
γυαλιά έδωσε παραγγελιά κι έφυγε χωρίς μιλιά το παιδί με τα γυαλιά). β.
τα κιάλια: «πήρε τα γυαλιά και προσπάθησε να ξεχωρίσει ποιος ήταν αυτός που
ερχόταν αργά απ’ το μονοπάτι». 8. θραύσματα από σπασμένα υαλικά: «μην
περπατάς ξυπόλυτος στην κουζίνα, γιατί μου ’πεσε ένα ποτήρι κι έχει γυαλιά».
(Λαϊκό τραγούδι: πάρε με αγκαλιά να μη με κόψουν τα γυαλιά).
Υποκορ. γυαλάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 19 φρ.)·
-
αν ραγίσει το γυαλί, αν κλονιστούν οι φιλικές ή ερωτικές σχέσεις με
κάποιο άτομο, πολύ δύσκολα αποκαθίστανται: «αν ραγίσει το γυαλί, καλύτερα να το
διαλύσεις παρά να προσπαθήσεις να τα ξαναφτιάξεις»·
-
αν σπάσει το γυαλί, αν κλονιστούν σοβαρά οι φιλικές ή ερωτικές σχέσεις
με κάποιο άτομο τότε είναι απίθανη η αποκατάστασή τους: «αν σπάσει το γυαλί σ’
ένα ζευγάρι, τότε χαιρέτα μας τον πλάτανο». (Λαϊκό τραγούδι: κι άσε να λένε
αυτοί αν σπάσει το γυαλί, ότι ποτέ πια δεν ξανακολλά, ν’ ακούς τι λέω
εγώ που σ’ αγαπώ πολύ)·
-
βάζω γυαλιά, φορώ γυαλιά είτε ηλίου είτε για θεραπευτικούς λόγους ύστερα
από υπόδειξη του οφθαλμίατρου: «επειδή μ’ ενοχλεί ο δυνατός ήλιος, κάθε
καλοκαίρι βάζω γυαλιά || επειδή άρχισα να βλέπω θολά, ο γιατρός μου μου
συνέστησε να βάλω γυαλιά»· βλ. και φρ. του βάζω τα γυαλιά·
-
βγάζω στο γυαλί, προβάλλω στην τηλεόραση: «προχτές έβγαλαν στο γυαλί το
τάδε έργο»·
-
βγαίνω στο γυαλί, παρουσιάζομαι στην τηλεόραση ως ηθοποιός ή ως
τηλεπαρουσιαστής: «κάθε μέρα βγαίνω στο γυαλί, γιατί παίρνω μέρος στο τάδε
σίριαλ || βγαίνω στο γυαλί για το δελτίο των έξι»·
-
βλέπω στο γυαλί, βλέπω στην τηλεόραση: «χτες βράδυ είδα στο γυαλί το
τάδε έργο»·
-
δε γράφει στο γυαλί (κάποιος), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος,
ιδίως ηθοποιός, αδικείται από άποψη φωτογένειας, όταν παρουσιάζεται στην
τηλεόραση: «είναι όμορφη γυναίκα, αλλά δε γράφει στο γυαλί»·
-
είναι γυαλί η θάλασσα ή η θάλασσα είναι γυαλί, βλ. συνηθέστ. είναι
λάδι η θάλασσα, λ. λάδι. (Λαϊκό τραγούδι: γύρω γύρω η θάλασσα γυαλί,
μα η σκέψη μου έμεινε θολή)·
-
είναι γυαλί ο δρόμος ή ο δρόμος είναι γυαλί, βλ. φρ. είναι
τζάμι ο δρόμος, λ. τζάμι·
-
έσπασε το γυαλί, οι φιλικές ή οι ερωτικές μας σχέσεις με κάποιο άτομο
έχουν διακοπεί τελεσίδικα: «δεν μπορώ να ξαναπάω μαζί της, γιατί είναι καιρός που
έσπασε το γυαλί». Από το ότι, όταν σπάσει κάτι από γυαλί το πετάμε·
-
η τύχη και το γυαλί δε βαστούν πολύ καιρό, βλ. λ. τύχη·
-
ράγισε το γυαλί, οι φιλικές ή οι ερωτικές μας σχέσεις με κάποιο άτομο
έχουν διαταραχθεί ανεπανόρθωτα: «απ’ τη στιγμή που ράγισε το γυαλί, νομίζω πως
κάθε προσπάθεια για επανασύνδεση των σχέσεών μας είναι μάταιη». (Λαϊκό
τραγούδι: όταν ραγίσει το γυαλί μη θέλεις να κολλήσει, έτσι
και η αγάπη μας έχει πια διαλύσει)·
-
τα κάνω γυαλιά καρφιά, σπάζω, καταστρέφω τα πάντα, ιδίως σε ένα κλειστό
χώρο, από θυμό ή από κέφι. (Τραγούδι: γυαλιά καρφιά τα κάνω,
πίσω δεν κάνω, παίζω και χάνω, γυαλιά και καρφιά)·
-
τον βγάζω στο γυαλί, τον παρουσιάζω στην τηλεόραση, τον κάνω ηθοποιό της
τηλεόρασης: «απ’ τη μέρα που τον έβγαλαν στο γυαλί, πήρε ψηλά τον αμανέ || ο
πρώτος που τον έβγαλε στο γυαλί ήταν ο τάδε σκηνοθέτης»·
-
του βάζω τα γυαλιά, α. αποδεικνύομαι ανώτερος από αυτόν στον
τομέα των γνώσεων, τον ξεπερνώ σε κάποια πρακτική ή διανοητική επίδοση ή σε
κάτι άλλο: «πήγε να μου κάνει τον έξυπνο στη γεωγραφία, αλλά του ’βαλα τα
γυαλιά». (Λαϊκό τραγούδι: μπουζούκια, μπουζούκια, με τη γλυκιά λαλιά, στου
κόσμου τις ορχήστρες βάλατε τα γυαλιά).β. τον ξεγελώ,
τον εξαπατώ: «πήγε να τον κοροϊδέψει, αλλά αυτός στο τέλος του ’βαλε τα γυαλιά»·
βλ. και φρ. βάζω γυαλιά·
-
του περνώ τα γυαλιά, βλ. συνηθέστ. του βάζω τα γυαλιά·
- του φορώ τα γυαλιά, βλ. φρ. του βάζω τα γυαλιά·
- φορώ γυαλιά, βλ. φρ. βάζω γυαλιά·
- ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί, βλ. λ. δρόμος.