γυάλα, η,
ουσ. [<γυαλί], η γυάλα. 1. ειδικός ατομικός θάλαμος, όπου
τοποθετούνται τα πρόωρα γεννημένα βρέφη, η θερμοκοιτίδα: «επειδή βγήκε
εφταμηνίτικο, το ’χαν για ένα διάστημα στη γυάλα». 2. ειδικό γυάλινο
σφαιρικό δοχείο, όπου διατηρούνται για διακοσμητικούς λόγους χρυσόψαρα.
(Τραγούδι: ένα χρυσόψαρο μέσα στη γυάλα και μια γατούλα μούρλια
θηλυκό)·
-
βάλ’ τον πάλι μέσ’ στη γυάλα ή γιατί τον έβγαλες απ’ τη γυάλα, λέγεται
ειρωνικά, όταν κάποιο εντελώς ανώριμο άτομο γίνεται πολύ ενοχλητικό. Η γυάλα
που υπονοούμε είναι η θερμοκοιτίδα·
-
βγαίνω απ’ τη γυάλα, αρχίζω να παλεύω για να κερδίσω τη ζωή μου: «μόνο
όταν βγήκε απ’ τη γυάλα, κατάλαβε πόσο δύσκολη είναι η ζωή»·
-
μεγάλωσε στη γυάλα, δεν ήρθε ποτέ σε επαφή με τους πόνους, τις δυσκολίες
και τους κινδύνους που κρύβει η ζωή: «από μια άποψη, μπορεί να πει κανείς πως
είναι τυχερός, που μεγάλωσε στη γυάλα και δεν έμαθε ποτέ και την άλλη όψη της
ζωής»·
-
τα κάνω γυάλα, καταστρέφω τα πάντα σε ένα χώρο: «μπήκε μεθυσμένος στο
μαγαζί και τα ’κανε γυάλα». (Λαϊκό τραγούδι: κι αύριο μάγκα, αύριο στον
κόσμο αυτό τον άγριο έβγα και κάν’ τα γυάλα. Πες της εγώ σπατσάρισα με
σένανε λαχτάρησα και τώρα πάω γι’ άλλα). Συνών. τα κάνω γι’ άλλα / τα
κάνω γιάλλα·
-
τον έβαλα στη γυάλα ή τον έχω βάλει στη γυάλα, τον
υπερπροστατεύω: «έχει τόσο μεγάλη αδυναμία στο γιο του, που τον έχει βάλει στη
γυάλα».