αδύνατος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἀδύνατος], αδύνατος. 1. που δεν έχει οικονομική ευρωστία, που
είναι οικονομικά ασθενής: «δεν μπορώ να τα βάλω μ’ αυτούς τους μεγαλοκαρχαρίες,
γιατί είμαι αδύνατος οικονομικά». 2. (για πράξεις ή ενέργειες) που δεν
μπορεί να κατορθωθεί, που είναι ακατόρθωτος: «είναι αδύνατο να περάσουμε απ’
αυτό το σημείο». (Λαϊκό τραγούδι: δυνατά δυνατά, γίναν όλα δυνατά τ’ αδύνατα)·
- αδύνατο(ν)!
με κανένα τρόπο: «θα μου δώσεις τα χρήματα που σου ζήτησα; -Αδύνατο!»·
- αδύνατος
χαρακτήρας, βλ. λ. χαρακτήρας·
- βρίσκω
το αδύνατο σημείο του, βλ. λ. σημείο·
- είναι
αδύνατο(ν) να…, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, να κατορθωθεί κάτι: «είναι
αδύνατο να τελειώσεις μια τέτοια δουλειά μέσα σε μια βδομάδα»·
- είναι
ανθρωπίνως αδύνατο(ν) να…, βλ. φρ. είναι φύσει αδύνατο(ν) να(…)·
- είναι
των αδυνάτων αδύνατο να…, βλ. φρ. είναι φύσει αδύνατο(ν) να(…)·
-
είναι των αδυνάτων να…, βλ.
φρ. είναι φύσει αδύνατο(ν) να(…)·
- είναι
φύσει αδύνατο(ν) να…, είναι εντελώς ανέφικτο, εντελώς ακατόρθωτο να γίνει
κάτι: «είναι φύσει αδύνατον να προλάβει να έρθει μ’ αυτόν τον παλιόκαιρο ||
είναι φύσει αδύνατον να κάνεις αυτή τη δουλειά χωρίς τα απαραίτητα κεφάλαια»·
- κάνω
τ’ αδύνατα δυνατά, α. καταβάλλω κάθε δύναμη, κάθε δυνατή προσπάθεια
για να πετύχω κάτι ή για να βοηθήσω κάποιον: «θα κάνω τ’ αδύνατα δυνατά για να
σ’ εξυπηρετήσω || θα κάνω τ’ αδύνατα δυνατά για να πετύχω στο πανεπιστήμιο» β.
κατορθώνω τα ακατόρθωτα: «μόνο ο τάδε μπορεί και κάνει τ’ αδύνατα δυνατά».
Πρβλ.: δυνατά δυνατά, γίναν όλα τ’ αδύνατα δυνατά (Λαϊκό τραγούδι)·
- το
αδύνατο φύλο, βλ. λ. φύλο·
- το
πεπρωμένο φυγείν αδύνατο, δεν μπορεί κανείς να γλιτώσει από τη μοίρα του,
από το γραφτό του.