γραφτό, το,
ουσ. [ουδ. του επιθ. γραφτός], η μοίρα, το πεπρωμένο: «ήταν γραφτό να
γνωρίσουμε κι αυτή τη στενοχώρια». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίσαμ’ ένα δειλινό με
δάκρυα στα μάτια, η αγάπη μας ήταν γραφτό να γίνει δυο κομμάτια)·
βλ. και λ. γραμμένο·
-
ήταν γραφτό της μοίρας μου ή ήταν της μοίρας μου γραφτό, αυτή
ήταν η μοίρα μου, το πεπρωμένο μου: «ήταν γραφτό της μοίρας μου να σε χάσω».
(Λαϊκό τραγούδι: ήταν της μοίρας του γραφτό σε τέτοιο παλικάρι
τα νιάτα του πριν τα χαρεί ο χάρος να τα πάρει)·
-
ήταν γραφτό της τύχης μου ή ήταν της τύχης μου γραφτό, αυτό ήταν
το τυχερό μου, η μοίρα μου, το πεπρωμένο μου: «ήταν γραφτό της τύχης μου να
μείνω μόνος στη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: ξημέρωσε η Κυριακή και βρέθηκα
στη φυλακή, της τύχης μου ήταν γραφτό το τέλος μου να είν’ αυτό)·
-
το ’χει το γραφτό μου, βλ. φρ. το ’χει το ριζικό μου, λ. ριζικό.