γραμμή, η,
ουσ. [<αρχ. γραμμή <γράφω], η γραμμή. 1. το όριο: «η ιδιοκτησία
σου φτάνει μέχρι αυτή τη γραμμή». 2. η εξωτερική εμφάνιση, το
παρουσιαστικό, η μορφή, το περίγραμμα ανθρώπινου σώματος ή πράγματος: «αυτή η
γυναίκα έχει ωραία γραμμή || αυτό τ’ αυτοκίνητο έχει ωραία γραμμή». (Τραγούδι: είσαι
παιδί μου πειρασμός, σεισμός, α για, για, για, για, στόμα, χαμόγελο, κορμί, γραμμή,
α για, για, για για). Συνών. κοψιά (2) / σουλούπι. 3. σειρά
ανθρώπων που βρίσκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό: «πήγα να
βγάλω εισιτήρια για τον αγώνα, αλλά έφυγα, γιατί υπήρχε μια γραμμή εκατό
μέτρα». 4. (για μεταφορικά μέσα) συγκεκριμένο δρομολόγιο που γίνεται
πάνε έλα: «αυτή η γραμμή του αστικού μέχρι πού πάει;»· βλ. και φρ. της
γραμμής. 5α. ως επιρρ., ίσια, κατευθείαν, χωρίς παρεκκλίσεις: «απ’
τη δουλειά πήγε γραμμή στο σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα μικρό βαρκάκι γραμμή
για το νησάκι κι ούτε γάτα ούτε ζημιά).β. διαδοχικά, στη
σειρά: «στην προκυμαία, υπάρχουν γραμμή τα ουζερί του νησιού». 6α. (στη
γλώσσα των ναρκωτικών) μονάδα βάρους των ναρκωτικών, που χαρακτηρίζει και μια
δόση, το γραμμάριο: «με το κυνήγι της αστυνομίας που γίνεται τον τελευταίο
καιρό, δεν μπορείς να βρεις ούτε γραμμή στην πιάτσα». β. ναρκωτικό
απλωμένο σε λεπτή γραμμή, για να το ρουφήξει ο χρήστης από τη μύτη: «άπλωσε τη
γραμμή πάνω στο καθρεφτάκι του κι μ’ ένα γιουφ την πήρε με μια ρουφηξιά απ’ τη
μύτη του». 7. ως επιφών. γραμμή! (στη ναυτική ορολογία) εντολή
για σταθερή πορεία. (Ακολουθούν 70 φρ.)·
-
άγονη γραμμή, ακτοπλοϊκή γραμμή που δεν αποφέρει κέρδος, γιατί δεν έχει
μεγάλη επιβατική κίνηση επειδή συνδέει κάποιο κέντρο με μικρά και απομακρυσμένα
νησιά και επιχορηγείται από το κράτος: «τα νησιά της άγονης γραμμής δεν έχουν
αναπτυγμένο τουρισμό». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη χάθηκες νωρίς, σαν πλοίο άγονης
γραμμής)·
-
ακολουθώ τη γραμμή μου, βλ. φρ. έχω τη γραμμή μου·
- άναψαν οι γραμμές, βλ. φρ. άναψαν τα τηλέφωνα, λ.
τηλέφωνο·
-
ανοίγω γραμμή, βλ. φρ. πιάνω γραμμή·
- ανοιχτή γραμμή (ενν. τηλεφωνική), ελεύθερη και άμεση τηλεφωνική
επικοινωνία μεταξύ δυο ανθρώπων: «οι πρωθυπουργοί των δυο κρατών έχουν ανοιχτή
γραμμή μεταξύ τους»·
-
αφήνω τη γραμμή, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη γραμμή·
-
αφήνω τη γραμμή μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη γραμμή μου·
-
βάζω γραμμή, α. κατευθύνομαι: «μόλις τέλειωσα τη δουλειά μου,
έβαλα γραμμή για το γνωστό μας στέκι». β. επιδιώκω συστηματικά να πετύχω
κάτι: «έβαλε γραμμή για βουλευτής κι άρχισε τις περιοδείες του σ’ όλο το νομό
|| έβαλε γραμμή να πάρει το πτυχίο του και ξημεροβραδιάζεται στο διάβασμα»·
-
βάζω κάποια γραμμή ή βάζω σε κάποια γραμμή, βλ. φρ. βάζω μια
γραμμή·
-
βάζω μια γραμμή ή βάζω σε μια γραμμή, α. νοικοκυρεύω,
συγυρίζω, ιδίως έναν κλειστό χώρο: «επιτέλους, μπόρεσα κι έβαλα σε μια γραμμή
το υπόγειο». (Λαϊκό τραγούδι: βάλε μια γραμμή στην άστατη
καρδιά σου). β. τακτοποιώ διάφορες εκκρεμότητες, τις βάζω σε μια
σειρά, σε μια τάξη: «απ’ τη μέρα που έβαλα τις υποθέσεις μου σε μια γραμμή,
είμαι πιο ήρεμος». Συνών. βάζω μια αράδα ή βάζω σε μια αράδα / βάζω
μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά / βάζω μια τάξη ή βάζω σε μια τάξη
/ βάζω σε μια σειρά και τάξη·
-
βάζω στη γραμμή (κάποιους ή κάτι), βάζω, τοποθετώ κάποιους τον έναν πίσω
από τον άλλον: «ο αξιωματικός έβαλε στη γραμμή τους στρατιώτες και τους οδήγησε
στο πεδίο βολής || έβαλε στη γραμμή τα κιβώτια για να μπορέσει να τα μετρήσει
ευκολότερα». Συνών. βάζω στην αράδα (κάποιους ή κάτι) / βάζω στη σειρά
(κάποιους ή κάτι) / βάζω σε τάξη (κάποιους ή κάτι ή βάζω τάξη (σε
κάποιους ή κάτι)·
-
βγάζω γραμμή, βλ. λ. πιάνω γραμμή·
-
βγαίνω απ’ τη γραμμή, βγαίνω από μια σειρά ανθρώπων που στέκονται ο ένας
πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό με μένα : «κάποια στιγμή βγήκα απ’ τη
γραμμή για ν’ αγοράσω τσιγάρα απ’ το περίπτερο κι όταν επέστρεψα, δε μ’ άφηναν
να ξαναπάρω τη θέση μου». Συνών. βγαίνω απ’ την αράδα / βγαίνω απ’ τη σειρά·
-
βγαίνω απ’ τη γραμμή μου, βγαίνω από τον μέχρι τώρα οργανωμένο ρυθμό της
ζωής μου, αποδιοργανώνομαι: «τον τελευταίο καιρό το ’ριξα στα γλέντια, γι’ αυτό
βγήκα λίγο απ’ τη γραμμή μου». Συνών. βγαίνω απ’ την αράδα μου / βγαίνω απ’
τη σειρά μου / βγαίνω απ’ την τάξη μου· βλ. και φρ. βγαίνω απ’ τη γραμμή·
-
βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή, πρωτοστατώ δυναμικά σε διάφορους
κοινωνικούς, πνευματικούς ή πολιτικούς αγώνες: «απ’ τα νεανικά μου χρόνια
βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή, αγωνιζόμενος για μια καλύτερη κοινωνία»· βλ. και
φρ. πολεμώ στην πρώτη γραμμή·
-
γραμμή πλεύσεως, προδιαγεγραμμένο σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο θα
ενεργήσει κάποιος: «σύμφωνα με τα δεδομένα, πρέπει ν’ ακολουθήσουμε τη γραμμή
πλεύσεως που ήδη σας έχω προτείνει». Από τη ναυτική ορολογία·
-
γραμμή πυρός, πολεμικό μέτωπο, όπου διεξάγονται εχθροπραξίες: «στη
γραμμή πυρός μάχονται επίλεκτες μονάδες»·
-
δεν έχει γραμμή, δεν έχει οργάνωση, σύστημα, τάξη στη δουλειά του και
γενικά στη ζωή του: «πώς να πάει μπροστά ο άνθρωπος, αφού δεν έχει γραμμή στη
δουλειά του!». Συνών. δεν έχει αράδα / δεν έχει σειρά / δεν έχει τάξη·
-
δεν προσέχει τη γραμμή της (του), δεν ενδιαφέρεται αν είναι λεπτή
(λεπτός) ή παχιά (παχύς): «όσες φορές επιχείρησε να κάνει δίαιτα, δεν τα
κατάφερε, κι έτσι, το πήρε απόφαση και δεν προσέχει πια τη γραμμή της»·
-
διακεκομμένη γραμμή, οδική σήμανση στη μέση του καταστρώματος του δρόμου
που, εκτός του ότι οριοθετεί τα δυο αντίθετα ρεύματα κυκλοφορίας των
τροχοφόρων, επιτρέπει και την προσπέραση: «όπου υπάρχει απόλυτη ορατότητα στην
εθνική οδό, υπάρχει και διακεκομμένη γραμμή»·
-
δίνω γραμμή, α. υποδεικνύω τον τρόπο ενέργειας σε κάποιον ή
κάποιους: «η κεντρική επιτροπή του κόμματος έδωσε γραμμή στους συνδικαλιστές
για νέες απεργιακές κινητοποιήσεις». β. (για τηλεφωνήτριες ή τηλεφωνητές
τηλεφωνικών κέντρων) συνδέω τηλεφωνικά κάποιον με άλλον: «επειδή δεν μπορούσα
να πιάσω γραμμή απ’ το δωμάτιο του ξενοδοχείου, ζήτησα να μου δώσουν γραμμή απ’
το τηλεφωνικό κέντρο»·
-
διπλή γραμμή ή διπλές γραμμές, οδική σήμανση στη μέση του
καταστρώματος του δρόμου που, εκτός του ότι οριοθετεί τα δυο αντίθετα ρεύματα
κυκλοφορίας των τροχοφόρων, απαγορεύει και την προσπέραση ή οδική σήμανση σε
στροφή δρόμου μέσα σε κατοικημένη περιοχή που απαγορεύει τη στάση: «επειδή η
εθνική οδός στα Τέμπη είναι πολύ στενή, έχει σ’ όλο το μήκος της διπλή γραμμή».
(Λαϊκό τραγούδι: θα κάνω στάση σε μια διπλή γραμμή του δρόμου, πόσο
κοστίζει μια παράβαση του νόμου)·
-
είναι πιασμένη η γραμμή, βλ. φρ. μιλάει η γραμμή·
- είναι φορτωμένες οι γραμμές, υπάρχει έντονη τηλεφωνική
επικοινωνία πολλών ταυτοχρόνως ανθρώπων μεταξύ τους, πράγμα που δυσκολεύει
κάποιον να επικοινωνήσει με αυτόν που θέλει: «προσπαθώ ώρες να τον πιάσω, αλλά
δεν μπορώ, γιατί είναι φορτωμένες οι γραμμές»·
- είναι φορτωμένη η γραμμή, βλ. συνηθέστ. μιλάει η γραμμή·
- έκλεισε η γραμμή, βλ. φρ. έπεσε η γραμμή·
-
έπεσε γραμμή, έχει υποδειχθεί ο τρόπος ενέργειας σε κάποιον ή κάποιους,
ιδίως από πολιτικό κόμμα: «έπεσε γραμμή απ’ το κόμμα στους συνδικαλιστές για
νέες απεργιακές κινητοποιήσεις»·
-
έπεσε η γραμμή, διακόπηκε η τηλεφωνική επικοινωνία με κάποιον λόγω
στιγμιαίου προβλήματος του τηλεπικοινωνιακού δικτύου: «εκεί που μιλούσαμε,
ξαφνικά έπεσε η γραμμή»·
-
έπιασα γραμμή, πέτυχα να συνδεθώ τηλεφωνικά με κάποιον: «μόλις έπιασα
γραμμή, του ανακοίνωσα την απόφασή μου ν’ αποσύρω την υποψηφιότητά μου για την
προεδρία του συλλόγου μας»·
-
έρχομαι γραμμή, πηγαίνω εκεί που με καλούν ή επιστρέφω στον προορισμό
μου κατευθείαν, χωρίς παρεκκλίσεις: «μόλις με καλέσατε, ήρθα γραμμή || μόλις
τέλειωσα τη δουλειά μου, ήρθα γραμμή στο σπίτι»·
-
έχασα τη γραμμή μου, πάχυνα: «τον τελευταίο καιρό τρώω πολύ κι έχασα τη
γραμμή μου»·
-
έχει τη γραμμή του, είναι οικονομικά τακτοποιημένος, έχει αξιόλογο κοινωνικό
κύκλο, είναι νοικοκυρεμένος: «δεν ζήτησε ποτέ του δανεικά λεφτά από κανέναν,
γιατί έχει τη γραμμή του ο άνθρωπος!». Συνών. έχει την αράδα του / έχει τη
σειρά του·
-
έχω τη γραμμή μου, ενεργώ πάνω σε προδιαγεγραμμένο σχέδιο, ακολουθώ το
πρόγραμμά μου: «δε μ’ ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι, εγώ έχω τη γραμμή μου»·
-
η γραμμή μετώπου, το στρατιωτικό μέτωπο: «όλοι οι μάχιμοι άντρες
βρίσκονται στη γραμμή μετώπου»·
-
η γραμμή της ζωής, (στη χειρομαντεία) σημάδι στο δέρμα της παλάμης σε
μορφή γραμμής, που ανάλογα με το μήκος ή το πάχος της υποδηλώνει τη διάρκεια
της ζωής του ατόμου: «η γραμμή της ζωής σου δείχνει πως θα ζήσεις πάνω από
εκατό χρόνια!»·
-
η γραμμή της καρδιάς, (στη χειρομαντεία) σημάδι στο δέρμα της παλάμης σε
μορφή γραμμής, που ανάλογα με την κατεύθυνση και το σχήμα που δίνει,
χαρακτηρίζει τη συναισθηματική ζωή του ατόμου: «η γραμμή της καρδιάς σου,
δείχνει άστατη ερωτική ζωή»·
-
η πρώτη γραμμή, α. τα σύνορα κράτους και οι μάχιμοι άντρες που
υπηρετούν εκεί: «πήρε μετάθεση για την πρώτη γραμμή || η πρώτη γραμμή έχει
υψηλό φρόνημα». (Λαϊκό τραγούδι: η δοξασμένη Ελλάδα μας με κάλεσε κοντά της,
εκεί στην πρώτη τη γραμμή με όλα τα παιδιά της)· βλ. και φρ. γραμμή
πυρός. β. η περιοχή σπουδαίων, πολύ σημαντικών ιδίως γεγονότων: «οι
δημοσιογράφοι ήταν στην πρώτη γραμμή για την ενημέρωση του κόσμου σχετικά με το
φονικό τσουνάμι τα Χριστούγεννα του 2004 || από μικρό παιδί ήταν στην πρώτη
γραμμή των δημοκρατικών αγώνων»·
- θερμή γραμμή, βλ. φρ. κόκκινη γραμμή·
- κίτρινη γραμμή, οδική σήμανση εντός των κατοικημένων περιοχών, δίπλα
στα ρείθρα των πεζοδρομίων, που απαγορεύει εντελώς τη στάθμευση κάθε
τροχοφόρου: «ακριβώς πάνω στη στροφή υπήρχε κίτρινη γραμμή, για να μπορούν να
στρίβουν με άνεση τα λεωφορεία»·
-
κόκκινη γραμμή, βλ. συνηθέστ. κόκκινο τηλέφωνο, λ. τηλέφωνο·
- κόπηκε η γραμμή, βλ. φρ. έπεσε η γραμμή·
-
κρατώ σκληρή γραμμή, βλ. φρ. κρατώ σκληρή στάση, λ. στάση·
-
κρατώ τη γραμμή μου, ενεργώ σύμφωνα με το σχέδιο που είχα προδιαγράψει:
«εσείς δεν ξέρω τι θα κάνετε, πάντως εγώ, για να τελειώσω τη δουλειά, θα
κρατήσω τη γραμμή μου»· βλ. και φρ. προσέχω τη γραμμή μου·
-
μεθοριακή γραμμή, η μεθόριος, τα σύνορα ενός κράτους: «κάθε
στρατεύσιμος, αν δεν είναι γιος βουλευτή ή υπουργού, είναι υποχρεωμένος να
υπηρετήσει εννιά μήνες απ’ τη θητεία του στη μεθοριακή γραμμή»·
-
μιλάει η γραμμή, είναι κατειλημμένο το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο:
«προσπαθώ απ’ το πρωί να επικοινωνήσω τηλεφωνικά μαζί του, αλλά συνέχεια μιλάει
η γραμμή»·
-
μπαίνω σε κάποια γραμμή, βλ. φρ. μπαίνω σε μια γραμμή·
-
μπαίνω σε μια γραμμή, α. τακτοποιώ, διευθετώ, νοικοκυρεύω τη ζωή
μου, την εργασία μου: «μόλις μπω σε μια αράδα, θα πάω ένα ταξιδάκι». β. αρχίζω
να ζω ήρεμη ζωή: «ήταν άνθρωπος γλεντζές και ξενύχτης, αλλά απ’ τη μέρα που
παντρεύτηκε, μπήκε σε μια γραμμή». Συνών. μπαίνω σε μια αράδα / μπαίνω σε
μια σειρά / μπαίνω σε μια τάξη / μπαίνω σε μια σειρά και τάξη ·
-
μπαίνω στη γραμμή, μπαίνω πίσω από αυτούς που στέκονται ο ένας πίσω από
τον άλλον και περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «μπήκα στη γραμμή για να
βγάλω εισιτήριο». Συνών. μπαίνω στην αράδα / μπαίνω στη σειρά·
-
μπήκε στη γραμμή (κάποιος), ενώ συνομιλούσα με κάποιον στο τηλέφωνο,
συνδέθηκε και κάποιος άλλος στην ίδια τηλεφωνική γραμμή: «κι εκεί που μιλούσαμε
για τα χθεσινά γεγονότα, ξαφνικά μπήκε στη γραμμή κάποιος, που ακούστηκε να
βρίζει τη γυναίκα του»·
-
ξεφεύγω απ’ τη γραμμή μου, βλ. φρ. βγαίνω απ΄ τη γραμμή μου·
-
παίρνω γραμμή, α. πηγαίνω, επισκέπτομαι στη σειρά, διαδοχικά
διάφορους ανθρώπους, διάφορους χώρους ή σημεία, διάφορα στέκια: «κάθε φορά που
έχω οικονομικό πρόβλημα, παίρνω γραμμή τους φίλους μου για να με βοηθήσουν ||
κάθε βράδυ παίρνω γραμμή τα μπαράκια και τα κοπανάω». Συνών. παίρνω αράδα /
παίρνω στη σειρά. β. ενεργώ σύμφωνα με τον τρόπο που μου υποδεικνύει
κάποιος ή κάποιοι, ιδίως πολιτικό κόμμα: «αυτός δεν κάνει τίποτα, αν δεν πάρει
πρώτα γραμμή απ’ το κόμμα του». γ. αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση:
«ευτυχώς που πήρα γραμμή πως ήθελαν να με μπλέξουν σε μια ύποπτη δουλειά, και
την κοπάνησα»·
-
πάω γραμμή, κατευθύνομαι χωρίς παρεκκλίσεις προς ένα μέρος, προς ένα σημείο:
«κάθε βράδυ που χωρίζουμε με την παρέα, πάω γραμμή στο σπίτι μου». (Λαϊκό
τραγούδι: και γραμμή στο Μπόστον πάω γιατί πολύ τ’ αγαπάω, βρίσκω
όλο μερακλήδες ομορφάντρες ζεϊμπεκλήδες)·
-
περνώ γραμμή, επιβάλλω συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας σε κάποιον ή κάποιους,
ιδίως ως πολιτικό κόμμα: «η αντιπολίτευση δεν μπορεί να περάσει γραμμή στην
κυβέρνηση σχετικά με το συνταξιοδοτικό»·
-
περνώ τη γραμμή μου, επιβάλλω το δικό μου συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας
σε κάποιον ή σε κάποιους, ιδίως ως πολιτικό κόμμα: «η αντιπολίτευση δεν μπόρεσε
να περάσει τη γραμμή της στην κυβέρνηση για το συνταξιοδοτικό»·
-
πιάνω γραμμή, συνδέομαι τηλεφωνικώς με κάποιον: «μόλις κατάφερα να πιάσω
γραμμή, του διαβίβασα όλα τα καθέκαστα»·
-
πολεμώ στην πρώτη γραμμή, πολεμώ εκεί όπου διεξάγονται γενικευμένες
εχθροπραξίες, πολεμώ στο μέτωπο: «στο αλβανικό μέτωπο ο πατέρας μου πολέμησε
στην πρώτη γραμμή»· βλ. και φρ. βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή·
-
προσέχω τη γραμμή μου, κάνω δίαιτα για να διατηρώ τη σιλουέτα μου: «απ’
τη μέρα που άρχισα να προσέχω τη γραμμή μου, νιώθω γενικά άλλος άνθρωπος»·
-
πρώτης γραμμής, βλ. φρ. πρώτης τάξεως, λ. τάξη. (Λαϊκό τραγούδι: κιθάρες
και μπουζούκια βιολιά πρώτης γραμμής κι ο Παπαϊωάννου στην πόρτα για
νταής)·
-
σε γενικές γραμμές, συνοπτικά, περιληπτικά: «πες μας σε γενικές γραμμές
πώς έγινε το περιστατικό»·
- σε χοντρές γραμμές, χοντρικά, σε γενικές γραμμές: «σε
χοντρές γραμμές κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα»·
-
στέκομαι στη γραμμή, παίρνω θέση πίσω από αυτούς που στέκονται ο ένας
πίσω από τον άλλον και περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «στεκόμουν στη
γραμμή μισή ώρα, μέχρι να φτάσω κι εγώ στα εκδοτήρια των εισιτηρίων». Συνών. στέκομαι
στην αράδα / στέκομαι στη σειρά·
-
της γραμμής, (για μεταφορικά μέσα) που εκτελεί πήγαινε έλα ένα
συγκεκριμένο και προκαθορισμένο δρομολόγιο: «πήρε το πλοίο της γραμμής και πήγε
στο νησί του». (Λαϊκό τραγούδι: θα ’ταν δώδεκα του Μάρτη, μεσημέρι Κυριακής,
τότε που ’φυγες στρατιώτης μ’ ένα τραίνο της γραμμής)·
-
τον βγάζω απ’ τη γραμμή του, τον υποχρεώνω να ενεργεί διαφορετικά από ό,τι
είχε προγραμματίσει, τον αποδιοργανώνω: «η δουλειά του πήγαινε μια χαρά, μέχρι
που ήρθε ο άλλος και τον έβγαλε απ’ τη γραμμή του». Συνών. τον βγάζω απ’ την
αράδα του / τον βγάζω απ’ τη σειρά του·
-
του δίνω τη γραμμή, βλ. φρ. του περνώ τη γραμμή·
- του περνώ τη γραμμή, τον συνδέω τηλεφωνικά στο χώρο
που μου υποδεικνύει: «επειδή δεν ήθελε ν’ ακούσει κανείς τη συνομιλία του με τη
γυναίκα του, ζήτησε απ’ την τηλεφωνήτριά του να του περάσει τη γραμμή στο
ιδιαίτερό του γραφείο»·
-
του πήρα τη γραμμή, τον υποσκέλισα και στάθηκα πριν από αυτόν στη σειρά:
«πετάχτηκε μέχρι το περίπτερο να πάρει τσιγάρα κι έτσι του πήρα τη γραμμή».
Συνών. του πήρα την αράδα / του πήρα τη σειρά·
-
του ’φαγα τη γραμμή, τον υποσκέλισα με πονηριά και στάθηκα πριν από
αυτόν στη σειρά: «έπιασε κουβέντα μ’ έναν γνωστό του κι εγώ βρήκα την ευκαιρία
και του ’φαγα τη γραμμή». Συνών. του ’φαγα την αράδα / του ’φαγα τη σειρά·
-
τους βάζω σε κάποια γραμμή, βλ. φρ. τους βάζω σε μια γραμμή·
-
τους βάζω σε μια γραμμή, οργανώνω μια ομάδα ανθρώπων έτσι ώστε να
δουλεύουν πιο αποδοτικά, να παράγουν περισσότερο έργο: «στο εργοστάσιο
επικρατούσε χάος, αλλά ο καινούριος διευθυντής τους έβαλε όλους σε μια γραμμή».
Συνών. τους βάζω σε μια αράδα / τους βάζω σε μια σειρά / τους βάζω σε μια
τάξη / τους βάζω σε μια σειρά και τάξη·
-
τραβώ γραμμή, α. κατευθύνομαι χωρίς παρεκκλίσεις προς ένα μέρος:
«απ’ το καφενείο τράβηξε γραμμή για το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: όσα
βγάζω μου τα παίρνεις, βρε τσαχπίνα, και τραβάς γραμμή να παίξεις στα
καζίνα). β. διαχωρίζω τη θέση μου από μια κοινή ενέργεια ή από την
ενέργεια κάποιου: «επειδή δε συμφωνώ μαζί σας, εγώ τραβώ γραμμή κι εσείς κάν’
τε ό,τι θέλετε». γ. διαγράφω τις ενέργειες κάποιου, ιδίως τις κακές ή
τις παράνομες: «επειδή καταλαβαίνω πως θέλεις να επανορθώσεις, τραβώ γραμμή σ’
όλες τις βλακείες σου και σου δίνω από δω και πέρα νέα ευκαιρία». δ.
(για ηλεκτρολόγους) επεκτείνω το ηλεκτρικό δίκτυο σε ένα χώρο: «ζήτησα απ’ τον
ηλεκτρολόγο, να τραβήξει μια γραμμή απ’ το σαλόνι στο μπαλκόνι»·
-
φεύγω απ’ τη γραμμή, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη γραμμή·
-
φεύγω απ’ τη γραμμή μου, βλ. συνηθέστ. βγαίνω απ’ τη γραμμή μου·
- χάνω τη γραμμή μου, α. βγαίνω από μια σειρά ανθρώπων που
στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό με μένα και δεν μπορώ να
επανακτήσω την ίδια θέση που είχα και προηγουμένως: «πετάχτηκα μέχρι την
τουαλέτα κι έχασα τη γραμμή μου». β. χάνω τον μέχρι τώρα οργανωμένο
ρυθμό της ζωής μου, της εργασίας μου, αποδιοργανώνομαι: «έμπλεξα με κάτι
παλιόφιλους στα γλέντια και τα ξενύχτια κι έχασα τη γραμμή μου». Συνών. χάνω
την αράδα μου / χάνω τη σειρά μου. γ.
παχαίνω: «τον
τελευταίο καιρό το ’ριξα στο φαγητό κι έχασα τη γραμμή μου».