αδυναμία,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀδυναμία], η αδυναμία 1α. η υπερβολική αγάπη: «η μεγάλη του
αδυναμία είναι η μικρή του η κόρη»· (Λαϊκό τραγούδι: αδυναμία μου
μεγάλη, αδυναμία μου μεγάλη, στον κόσμο δεν υπάρχει άλλη, τόσο μεγάλη αδυναμία τις
δυο καρδιές τις κάνει μία). β. ιδιαίτερη προτίμηση, ιδιαίτερη κλίση
σε κάτι: «του αρέσουν τα γλυκά, αλλά η αδυναμία του είναι ο μπακλαβάς || σ’ όλα
τα μαθήματα είναι καλός, αλλά η αδυναμία του είναι τα μαθηματικά». 2. το
πάθος, το ελάττωμα: «δεν υπάρχει σήμερα άνθρωπος χωρίς αδυναμίες»·
- έχω
αδυναμία, αγαπώ υπερβολικά κάποιον ή κάτι: «έχω αδυναμία σ’ αυτόν τον
άνθρωπο || έχω αδυναμία στο μουσακά». (Λαϊκό τραγούδι: από μικρή στα σώματα
είχα αδυναμία, στο πεζικό στο ναυτικό και στην αεροπορία)·
- έχω
τις αδυναμίες μου, έχω τα ελαττώματά μου: «άλλος λίγο άλλος πολύ, όλοι
έχουν τις αδυναμίες τους»·
- σε
στιγμή αδυναμίας, βλ. λ. στιγμή·
- το
’κανα σε μια στιγμή αδυναμίας, στερεότυπη δικαιολογία γυναίκας που απάτησε
τον ερωτικό της σύντροφο ή το σύζυγό της: «σου ζητώ χίλια συγνώμη για την
απιστία μου, γιατί δεν το ’θελα, αλλά το ’κανα σε μια στιγμή αδυναμίας»·
- τον
βρήκα σε στιγμή αδυναμίας, βλ. λ. στιγμή·
- του
’χω αδυναμία, νιώθω γι’ αυτόν υπερβολική αγάπη: «του ’χω μεγάλη αδυναμία
αυτού του παιδιού». (Λαϊκό τραγούδι: σου το ’χω πει χίλιες φορές, στο λέω κι
άλλη μία· αυτό δε σου το συχωρώ κι ας σου ’χω αδυναμία).