γράδα, τα,
ουσ. [πλ. του ουσ. γράδο <ιταλ. grado <λατιν. gradus (= όργανο για τον
προσδιορισμό πυκνότητας των υγρών· ο βαθμός πυκνότητας των υγρών)]·
-
δεν είναι στα γράδα μου, α. δεν είναι της ίδιας σωματικής
διάπλασης ή δεν έχει την ίδια δύναμη με μένα, δηλαδή, μπορεί να είναι ή πιο
δυνατός ή πιο αδύναμος από μένα: «δεν αποφασίζω να μαλώσω μαζί του, γιατί δεν
είναι στα γράδα μου || είναι κρίμα να μαλώσω μαζί του, γιατί τον κόβω πως δεν
είναι στα γράδα μου». β. δεν είναι του ίδιου πνευματικού επιπέδου με
μένα, δηλαδή μπορεί να είναι ή ανώτερος ή κατώτερος πνευματικά από μένα: «απ’
ό,τι τον κόβω, σε θέματα παιδείας δεν είναι στα γράδα μου»·
-
είμαι στα γράδα μου, α. βρίσκομαι στο σημείο που αισθάνομαι
όμορφα από την ποσότητα του οινοπνευματώδους ποτού που έχω καταναλώσει και, για
το λόγο αυτό σταματώ να πίνω, γιατί υπάρχει κίνδυνος, αν πιω παραπάνω να μεθύσω:
«όταν είμαι στα γράδα μου, δεν πίνω άλλο, γιατί κι ένα ποτηράκι παραπάνω μπορεί
να με χαλάσει». β. είμαι στο ίδιο χρηματικό ποσό που είχα, όταν ξεκίνησα
να παίζω σε κάποιο τυχερό παιχνίδι, ιδίως χαρτιά ή ζάρια, δηλαδή, ή κέρδιζα κι
άρχισα να χάνω ή έχανα κι άρχισα να κερδίζω και φτάνω πάλι στο ίδιο χρηματικό
ποσό με αυτό που είχα, όταν ξεκίνησα το παιχνίδι: «απ’ τη στιγμή που είμαι στα
γράδα μου, μπορώ να φύγω»·
-
είναι στα γράδα μου, α. είναι της ίδιας σωματικής διάπλασης ή
δύναμης με μένα, οπότε τολμώ να αναμετρηθώ μαζί του: «όπως τον κόβω, υπολογίζω
πως είναι στα γράδα μου, γι’ αυτό θα μαλώσω μαζί του». β. είναι του
ίδιου πνευματικού επιπέδου με μένα: «έτσι όπως τον ακούω να μιλάει,
αντιλαμβάνομαι πως είναι στα γράδα μου»·
-
έρχομαι στα γράδα μου, βλ. φρ. είμαι στα γράδα μου·
- ήρθε στα γράδα του, (για μηχανήματα) αποκαταστάθηκε η
βλάβη του και λειτουργεί κανονικά: «μ’ ένα καλό σέρβις, ήρθε πάλι τ’ αυτοκίνητο
στα γράδα του και λειτουργεί σαν καινούριο»·
-
φτάνω στα γράδα μου, βλ. φρ. είμαι στα γράδα μου.