γούστο, το,
ουσ. [<ιταλ. gusto]. 1. η καλαισθησία, η χάρη: «ντύνεται με πολύ
γούστο || μπορεί να έχει λεφτά, αλλά δεν ντύνεται με γούστο». 2. η
προτίμηση: «δεν έχω κάποιο ιδιαίτερο γούστο || δεν ξέρω πού να τον πάω για
διασκέδαση, γιατί δεν ξέρω το γούστο του». 3. η ιδιοτροπία: «τι γούστο
είναι αυτό να θυμώνεις με το παραμικρό! || για κάτσε φρόνιμα και να σου λείπει
αυτό το γούστο!». 4. στον πλ. τα γούστα, οι επιθυμίες που
εκδηλώνει κάποιος σε στιγμές ή καταστάσεις μεγάλης ευχαρίστησης ή όταν είναι
κυριευμένος από άκρατο κέφι ή γενικά οι επιθυμίες που έχει κάποιος στη ζωή του:
«τα πραγματικά γούστα των ανθρώπων εκδηλώνονται σε στιγμές μεγάλου κεφιού || ο
καθένας με τα γούστα του». (Λαϊκό τραγούδι: κι εγώ για την αγάπη σου έγινα
παραπάνω, έγινα πρέζας και φονιάς τα γούστα σου να κάνω // εγώ είμαι η
μόρτισσα η Κική που ήμουν δυο χρόνια φυλακή, γιατί ’ν’ τα γούστα μου
τρελά και δε φοβάμαι τον μπελά ). (Ακολουθούν 40 φρ.)·
-
βγάζω γούστα, α. συμπεριφέρομαι σύμφωνα με τις επιθυμίες μου,
εκδηλώνω κατά τη διάρκεια της διασκέδασής μου όλα όσα μου αρέσουν: «είναι το
μόνο μαγαζί που μπορώ και βγάζω γούστα». β. περνώ πάρα πολύ ωραία, περνώ
όπως εγώ θέλω, όπως μου αρέσει: «δεν το κουνάω ρούπι από δω, γιατί βγάζω
γούστα»·
-
βρίσκω γούστα, ζω ευχάριστες καταστάσεις, διασκεδάζω: «κάθε φορά που
θέλω να βρω γούστα, πηγαίνω στα μπουζούκια». (Λαϊκό τραγούδι: για να βρεις
κυρά μου γούστα πάμε τσάρκα με τη σούστα)·
-
για γούστο ή για γούστο μου ή για το γούστο μου, μόνο και
μόνο για τη διασκέδασή μου, για την ευχαρίστησή μου, μόνο και μόνο γιατί έτσι
μου αρέσει: «μπορεί να σπάσει για γούστο χίλια πιάτα στα μπουζούκια». (Λαϊκό
τραγούδι: στα κέφια πάνω, κούκλα μου, θα κάνουμε στραπάτσα, για γούστο
θα το κάψουμε, λεφτά υπάρχουν μάτσα!). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το
έτσι. Όταν λέγεται με επιθετική διάθεση, η φρ. πολλές φορές κλείνει με
το εσένα τι σε κόφτει ή το εσένα τι σε νοιάζει ή το εσύ τι
ενδιαφέρεσαι, για να συνεχίσει πολλές φορές με το δικηγόρο σε βάλαμε; ή
δικηγόρο σε βάλανε; Συνών. για καύλα ή για καύλα μου ή για
την καύλα μου / για κέφι ή για κέφι μου ή για το κέφι μου·
- για χάρη γούστου ή για χάριν γούστου, βλ.
συνηθέστ. για γούστο. (Λαϊκό τραγούδι: ένα πρωί ξημέρωμα δεκαεφτά
Αυγούστου, οι Γερμανοί μας σκότωσαν, έτσι, για χάρη γούστου)·
-
γούστα είν’ αυτά, δε μας πέφτει λόγος για τον τρόπο με τον οποίο
διασκεδάζει, ενεργεί ή συμπεριφέρεται κάποιος, από τη στιγμή που ο κάθε
άνθρωπος έχει το δικό του τρόπο: «όταν πάει στα μπουζούκια, πετάει ολόκληρα
πανέρια με λουλούδια στις τραγουδίστριες. -Γούστα είν’ αυτά || πήγε στην
εκκλησία να παντρευτεί και φορούσε σπορ κουστούμι. -Γούστα είν’ αυτά»· βλ. και
φρ. περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, λ. όρεξη·
- γούστο γουστίνο, ο θηλυπρεπής, ο πούστης: «τη μέρα
ήταν ένας καθώς πρέπει άντρας και το βράδυ ήταν γούστο γουστίνο»·
-
γούστο μου, έτσι θέλω, έτσι με ευχαριστεί, έτσι μου αρέσει: «γούστο μου
να σπάζω πιάτα, όταν διασκεδάζω στα μπουζούκια!». (Λαϊκό τραγούδι: πιστεύω
είχε στη ζωή γούστο μου κι έτσι θέλω, και οι ρεμπέτες οι παλιοί του
βγάζαν το καπέλο).Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το εσένα ο
κώλος σου πονάει; Συνών. καύλα μου / κέφι μου·
-
γούστο μου θα γίνει; (για καταστάσεις ή συνήθειες) δε θα εξαρτηθώ από
αυτό, μπορώ να αντισταθώ, μπορώ να το αποβάλω: «και βέβαια μπορώ να κόψω το
πιοτό γούστο μου θα γίνει;». Συνών. κέφι μου θα γίνει(;)·
-
γούστο μου θα γίνεις; (για πρόσωπα) εσύ θα μου πεις πώς θα διασκεδάσω; Εσύ
θα μου πεις τι είναι αυτό που μου αρέσει(;): «το βράδυ, θέλεις δε θέλεις, θα
’ρθεις μαζί μου στα μπουζούκια. -Γούστο μου θα γίνεις;». Συνήθως της φρ.
προτάσσεται το γιατί. Συνών. κέφι μου θα γίνεις(;)·
-
γούστο μου και καμποϊλίκι μου! βλ. φρ. γούστο μου και καπέλο μου(!)·
- γούστο μου και καπέλο μου! έτσι θέλω, έτσι με ευχαριστεί,
έτσι μου αρέσει και η ευθύνη είναι όλη δική μου: «ό,τι και να κάνω, είναι
γούστο μου και καπέλο μου!»·
-
(δεν) είναι του γούστου μου, (για πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις ή
θεάματα) (δε) μου αρέσει, (δεν) είναι της αρεσκείας μου: «αυτός ο τύπος δεν
είναι του γούστου μου, γιατί είναι πολύ μανουρατζής || αυτό τ’ αυτοκίνητο
μάλιστα, είναι του γούστου μου || τα κουλτουριάρικα έργα δεν είναι του γούστου
μου, γιατί δεν καταλαβαίνω τίποτα»·
-
(δεν) έχει γούστο, α. (για πρόσωπα) (δεν) προκαλεί ευχάριστη
εντύπωση, (δεν) προκαλεί ευχάριστη διάθεση, (δεν) είναι αστείος, (δεν) είναι
διασκεδαστικός: «ο τάδε κωμικός δεν έχει καθόλου γούστο». β. (για
πρόσωπα ή πράγματα) (δεν) έχει καλαισθησία, (δεν) ξέρει να διαλέγει, ιδίως το
ρούχο που του ταιριάζει, (δεν) έχει χάρη: «ο τάδε έχει πολύ γούστο και
κυκλοφορεί πάντα σαν φιγουρίνι || αυτό το κουστούμι δεν έχει καθόλου γούστο». γ.
(για καταστάσεις ή θεάματα) (δεν) παρουσιάζει ευχάριστο ενδιαφέρον: «πήγαμε και
είδαμε ένα έργο που δεν είχε καθόλου γούστο»·
-
δεν το κάνω γούστο, (για πράγματα) δεν είναι της αρεσκείας μου και γι’
αυτό δεν ενδιαφέρομαι να το αποκτήσω: «δεν το κάνω γούστο αυτό τ’ αυτοκίνητο».
Συνών. δεν το κάνω κέφι·
-
δεν τον κάνω γούστο, (για πρόσωπα) δεν επιδιώκω τη συντροφιά του, γιατί
είναι άνθρωπος που δε με ευχαριστεί, γιατί μου είναι αντιπαθητικός: «αν είναι
κι αυτός στην παρέα, δεν έρχομαι, γιατί δεν τον κάνω γούστο». Συνών. δεν τον
κάνω κέφι·
-
είμαι στα γούστα (μου), νιώθω πολύ ευχάριστα, βρίσκομαι σε μεγάλα κέφια:
«όταν είμαι στα γούστα μου, δεν μπορώ ν’ αρνηθώ τίποτα σε κανέναν»·
-
έχει ακριβά γούστα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει ακριβές
επιθυμίες: «δεν μπορώ να βγω μαζί του να διασκεδάσω, γιατί έχει ακριβά γούστα
και δεν αντέχει η τσέπη μου»·
-
έχει γούστο! λέγεται για κάτι που απευχόμαστε να γίνει: «λες να μην
υπογράψει το συμβόλαιο; -Έχει γούστο!»· βλ. και φρ. έχει γούστο να…(!)·
- έχει γούστο να…! λέγεται για κάποιο ευχάριστο
ενδεχόμενο που περνά από το μυαλό μας και ευχόμαστε να πραγματοποιηθεί, ή
λέγεται για κάποιο ανεπιθύμητο ενδεχόμενο που περνά από το μυαλό μας και απευχόμαστε
την πραγματοποίησή του: «έχει γούστο να μου πέσει το λαχείο! || έχει γούστο να
μην υπογράψει το συμβόλαιο! || έχει γούστο να θύμωσε και να μου τις βρέξει!».
(Τραγούδι: πω πω πω πώς θα το πω το σ’ αγαπώ σε λίγο, έχει γούστο να ντραπώ,
καλύτερα να φύγω)· βλ. και φρ. έχει γούστο(!)·
-
έχει μυστήρια γούστα, έχει διαφορετικές ή παράξενες επιθυμίες, ακόμη και
σεξουαλικές, από αυτές των άλλων ανθρώπων: «δεν του κάνει κανείς παρέα, γιατί
έχει μυστήρια γούστα || γυναίκα που πήγε μαζί του δεν ξαναπάει, γιατί έχει
μυστήρια γούστα»·
-
έχω γούστα, (γενικά) έχω επιθυμίες, έχω διάθεση για γλέντια, για
διασκεδάσεις: «εγώ έχω γούστα, αγόρι μου, και δεν είμαι μούχλας σαν και σένα,
που μένεις συνέχεια κλεισμένος στο σπίτι σου!»·
-
έχω γούστο, α. με διακρίνει καλαισθησία: «αγοράζω πάντα τα πιο
μοντέρνα ρούχα, γιατί έχω γούστο». β. θέλω, επιθυμώ: «τον τελευταίο
καιρό έχω γούστο για ένα ταξιδάκι». (Λαϊκό τραγούδι: ταβερνιάρη φέρε κι έχω
γούστο για να πιω κρασί μια οκά απ’ τον καινούριο μούστο που ρουφάς κι εσύ)·
-
καθένας με το γούστο του, λέγεται με αρνητική διάθεση για κάποιον ή
κάποιους που, ενώ την κοινωνία απασχολούν σοβαρά προβλήματα, αυτός ή αυτοί
αδιαφορούν και ασχολούνται αποκλειστικά με πράγματα της αρεσκείας τους: «εδώ
δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο και καθένας με το γούστο του». Συνών. καθένας
με την καύλα του / καθένας με το κέφι του·
-
κάνε γούστο! βλ. φρ. έχει γούστο(!)·
- κάνε γούστο να…! βλ. φρ. έχει γούστο να…(!)·
-
κάνω γούστο, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, χαίρομαι: «κάνω πολύ γούστο μ’
αυτόν τον άνθρωπο, κάθε φορά που βγαίνω μαζί του». Συνών. κάνω κέφι·
- κάνω το γούστο μου, ενεργώ ή συμπεριφέρομαι με τον τρόπο που μου
αρέσει, με τον τρόπο που με ευχαριστεί, χωρίς να υπολογίζω τις συνέπειες,
διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, χαίρομαι με τον τρόπο που εγώ θέλω: «εσύ ό,τι και να
μου πεις, εγώ θα κάνω το γούστο μου». (Λαϊκό τραγούδι: βρε Μεμέτη έλα μπρος
μου, ναργιλέ, καλάμι δώσ’ μου, μαζί να τη φουμάρουμε, τα γούστα μας να
κάνουμε). Συνών. κάνω το κέφι μου·
-
με γούστο, με καλαισθησία: «ντύνεται με γούστο». (Λαϊκό τραγούδι: κάνει
χτενίσματα με γούστο και με χάρη, κι από τις Παριζιάνες ξέρει πιο πολλά·
με πλάνεψες μ’ αυτό σου το όμορφο καμάρι, Καλλιπολίτισσα, ναζιάρα μου γλυκιά)·
-
μη μου χαλάς τα γούστα (μου), μη μου χαλάς την ευχαρίστηση που νιώθω,
όταν βρίσκομαι στο κέφι, κάνε μου το χατίρι, ενέδωσε στις επιθυμίες που
εκδηλώνω. (Λαϊκό τραγούδι: έλα όπως είσαι, έλα όπως είσαι, μη μου χαλάς
τα γούστα μου και τη φωτιά μου σβήσε). Συνών. μη μου χαλάς τα κέφια
(μου)·
-
μη μου χαλάς τα γούστα σου, προτρεπτική έκφραση σε κάποιον να συνεχίσει
να βρίσκεται στα κέφια του: «ακόμη και να μαλώσω, εσύ μη μου χαλάς τα γούστα
σου». Συνών. μη μου χαλάς τα κέφια σου·
-
πάω για γούστα, πάω να διασκεδάσω: «είναι κανείς να πάμε για γούστα;»·
- πάω για γούστο ή πάω για γούστο μου ή πάω για το γούστο
μου, πηγαίνω κάπου, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, αλλά μόνο και μόνο
γιατί έτσι μου αρέσει, έτσι επιθυμώ: «δεν υπάρχει κανένας συγκεκριμένος λόγος,
που συχνάζω σ’ αυτό το μαγαζί αλλά να, πάω για γούστο». Πολλές φορές, μετά το
ρ. της φρ. ακολουθεί το έτσι·
-
την κάνω γούστο, (για άντρες) είναι γυναίκα που μου αρέσει ερωτικά, που
λαχταρώ να την αποκτήσω: «αυτή τη γυναίκα την κάνω πολύ γούστο». Συνών. την
κάνω κέφι·
-
το κάνω για γούστο, α. ενεργώ με το συγκεκριμένο τρόπο, μόνο και
μόνο για να δημιουργηθεί ευχάριστη ατμόσφαιρα, ευχάριστη κατάσταση: «κάθε τόσο
δημιουργεί διάφορες καταστάσεις, αλλά κανείς μας δε θυμώνει μαζί του, γιατί
ξέρουμε, πως το κάνει για γούστο». β. ενεργώ με το συγκεκριμένο τρόπο,
μόνο και μόνο επειδή μου αρέσει, επειδή με ευχαριστεί: «ό,τι και να κάνει, το
κάνει για γούστο». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έτσι. Συνών.
το κάνω για κέφι·
-
το κάνω γούστο, (για πράγματα) το επιθυμώ, το θέλω, μου αρέσει, είναι
της αρεσκείας μου: «το κάνω πολύ γούστο αυτό τ’ αυτοκίνητο». Συνών. το κάνω
κέφι·
-
το παίζει γούστο γουστίνο, συμπεριφέρεται όπως αυτός θέλει, όπως του
αρέσει, χωρίς να ενδιαφέρεται για τη γνώμη των άλλων, για το τι θα πει ο
κόσμος: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, το παίζει γούστο γουστίνο». Από
την εικόνα του πούστη, που δεν ενδιαφέρεται για τα σχόλια του κόσμου.
-
τον κάνω γούστο, α. είναι άνθρωπος που μου αρέσει, είναι άνθρωπος
της αρεσκείας μου: «αυτόν τον άνθρωπο μάλιστα, τον κάνω γούστο κι όχι σαν τον
άλλον που μας έφερες την προηγούμενη φορά!». β. είναι άνθρωπος που με
κάνει και χαίρομαι, που με διασκεδάζει: «τον Χάρρυ Κλυνν, γενικά, τον κάνω πολύ
γούστο, όταν όμως αρχίζει να μιμείται τον Καραμανλή και τον Παπανδρέου,
τρελαίνομαι στα γέλια». Συνών. τον κάνω κέφι·
-
του κάνω όλα τα γούστα ή του κάνω όλα του τα γούστα, πραγματοποιώ
όλα του τα κέφια, όλες του τις επιθυμίες, όλες του τις ιδιοτροπίες, όλα του τα
καπρίτσια: «δεν έχει κανένα παράπονο από μένα, γιατί του κάνω όλα τα γούστα ||
έτσι όπως του κάνεις όλα τα γούστα του παιδιού, θα το κακομάθεις κι ύστερα άντε
να του αρνηθείς κάτι»·
-
χάνω το γούστο μου, χάνω την αίσθηση της καλαισθησίας που έχω: «στα
νιάτα μου, ήμουν πάντα μέσα στη μόδα, αλλά, τώρα που γέρασα, έχασα το γούστο
μου»·
-
χάρη γούστου ή χάριν γούστου, βλ. φρ. για γούστο.