γουστάρω κ.
γουστέρνω, ρ. [<ιταλ. gustare]. 1α. έχω ερωτική επιθυμία για
κάποιο πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: σε πόνεσε η καρδιά μου και σε γουστάρει,
θέλω τα δυο σου χέρια για μαξιλάρι). β. (γενικά) έχω ερωτική
επιθυμία: «μετά από τέτοιο γλέντι πολύ γουστάρω και μια γκόμενα». (Λαϊκό
τραγούδι: τη γκομενίτσα τη γουστάρω και γυναίκα θα την πάρω). 2α.
μου αρέσει κάτι: «πολύ γουστάρω αυτό το μαγαζί, γιατί μαζεύει πάντα καλό κόσμο
|| μετά το πήδημα, γουστάρω να καπνίσω ένα τσιγάρο». (Λαϊκό τραγούδι: δε γουστάρω
τις παρόλες σου ξηγήθηκα, στα μπουζούκια και στα καμπαρέ γεννήθηκα). β.
αισθάνομαι όμορφα: «πολύ γουστάρω, όταν βρίσκομαι στην παρέα σας». 3α.
επιθυμώ να γευτώ κάτι, ορέγομαι, έχω όρεξη να φάω κάποιο συγκεκριμένο φαγητό ή
να πιω κάποιο συγκεκριμένο ποτό: «γουστάρω να φάω φαΐ σπιτικό || γουστάρω να
φάω ψάρι πλακί || πολύ γουστάρω τώρα να πιω ένα ουζάκι». β. επιθυμώ να
αποκτήσω κάτι: «γουστάρω ν’ αγοράσω κι εγώ ένα αυτοκινητάκι || γουστάρω κι εγώ
ένα σπιτάκι στην εξοχή». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που την έβγαλα την μπέμπελη,
γουστάρω νύχτα δροσερή και ρέμπελη). 4. διασκεδάζω έντονα,
διασκεδάζω με την καρδιά μου. (Λαϊκό τραγούδι: και τα μπουζούκια να κάψουν
το πατάρι, χορεύει και γουστάρει ο Σαλονικιός). 5. διαλέγω,
θέλω: «απ’ αυτά τα πράγματα, μπορείς να πάρεις ό,τι γουστάρεις». (Λαϊκό
τραγούδι: μες τη ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό κι όποιον γουστάρεις τον
τραβάς κι όπου σε βγάλει). 6. σε ερωτηματικό τύπο γουστάρεις; έχεις
τη διάθεση, θέλεις(;): «γουστάρεις να πάμε το βράδυ στα μπουζούκια;». (Λαϊκό
τραγούδι: γουστάρεις για να παίξουμε μαζί μια παρτιδούλα,
πιάσε τα ζάρια όμορφα και άσε τη μανούρα). (Ακολουθούν 20 φρ.)·
-
άμα (αν) γουστάρεις! ή άμα (αν) σου γουστάρει! έκφραση αδιαφορίας
για το αν θέλει ή δε θέλει κανείς κάτι: «άμα γουστάρεις κάτσε κι άμα γουστάρεις
φύγε, τι να σου πω!»·
-
άμα (αν) δε γουστάρεις, τη βόλτα σου ή άμα (αν) δε σου γουστάρει, τη
βόλτα σου, βλ. λ. βόλτα·
-
γουστάρω νταβανά, βλ. λ. νταβανάς·
-
γουστάρω σασιρμά, βλ. λ. σασιρμάς·
-
γουστάρω τζερτζελέ, βλ. λ. τζερτζελές·
-
γουστάρω τρελίτσες, βλ. λ. τρελίτσα·
-
γουστάρω φραμπαλά, βλ. λ. φραμπαλά·
-
γουστάρω χαβά, βλ. λ. χαβάς·
-
γουστάρω χαβαλέ, βλ. λ. χαβαλές·
-
γουστάρω χουλιαμά, βλ. λ. χουλιαμάς·
-
δεν το(ν) γουστάρω, (για πρόσωπα ή πράγματα) δεν το(ν) θέλω, δε μου
αρέσει: «δεν τον γουστάρω αυτόν τον άνθρωπο για παρέα || δεν το γουστάρω αυτό
το μαγαζί, γι’ αυτό και δεν πατάω». (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα, σπάσε και
κάνε πέρα, δε σε γουστάρω, δε σ’ αγαπώ· άσε τα λούσα και τη φοβέρα κι
εγώ μαζί σου δεν περπατώ //η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο, που δεν
το γουστάρω κι όμως το φουμάρω)·
-
έτσι γουστάρω ή έτσι μου γουστάρει, α. έτσι μου αρέσει,
έτσι θέλω, έτσι επιθυμώ: «εγώ θα πάω μαζί του, γιατί έτσι γουστάρω». β.
λέγεται και με απειλητική διάθεση: «εγώ θα πάω μαζί του, γιατί έτσι μου
γουστάρει, εσένα τι σε κόφτει!». (Λαϊκό τραγούδι: χτύπησε τα πόδια σου πάνω
στον ασίκικο σκοπό, έτσι μου γουστάρεις, έτσι σ’ αγαπώ)·
-
με γουστάρει (κάποιος, κάποια), του (της) αρέσω, είμαι του γούστου του
(της), της αρεσκείας του (της): «το ξέρω πως θα με παντρευτεί, γιατί με
γουστάρει πολύ || απ’ τη μέρα που με γνώρισε, με γουστάρει κι όπου πάει με
παίρνει μαζί του»· βλ. και φρ. μου γουστάρει·
-
μου γουστάρει (κάποιος ή κάτι), μου αρέσει, είναι του γούστου μου, της
αρεσκείας μου: «αυτή η γυναίκα πολύ μου γουστάρει || πολύ μου γουστάρει αυτό τ’
αυτοκίνητο»·
-
όπου γουστάρεις (κι αγαπάς) (ενν. να σε πάω, να πάμε), όπου θέλεις, όπου
σε ευχαριστεί, όπου έχεις προτίμηση: «θα πάμε το καλοκαίρι διακοπές στη
Χαλκιδική; -Όπου γουστάρεις κι αγαπάς, κουκλάρα μου!». (Λαϊκό τραγούδι: πού
θα με πας, πού θα με πας, όπου γουστάρεις κι αγαπάς)·
-
ό,τι γουστάρεις (κι αγαπάς) (ενν. θα κάνω, θα σου δώσω, θα σου αγοράσω), οτιδήποτε
σου αρέσει, οτιδήποτε επιθυμείς: «θα μου πάρεις αυτό το δαχτυλίδι; - Ό,τι
γουστάρεις κι αγαπάς, κούκλα μου!»·
-
πάω να γουστάρω, πηγαίνω να διασκεδάσω με τον τρόπο που μου αρέσει, με
τον τρόπο που επιθυμώ: «όταν βγαίνω τα βράδια, πάω να γουστάρω, όπως εγώ ξέρω»·
-
τα γουστάρει (ενν. τα ερωτικά χάδια, τα ερωτικά παιχνίδια και κατ’ επέκταση
της αρέσει να κάνει έρωτα), (ιδίως για γυναίκα) δέχεται με ευχαρίστηση την
επιβολή της σεξουαλικής πράξης: «εγώ θα της τα ρίξω, γιατί μου φαίνεται πως τα
γουστάρει»·
-
τι γουστάρεις; α. τι θέλεις; τι επιθυμείς(;): «τι γουστάρεις να
σου πάρω απ’ όλ’ αυτά που βλέπεις;». β. λέγεται και με απειλητική
διάθεση: «εσύ τι γουστάρεις, ξύλο;». Πολλές φορές, στη δεύτερη περίπτωση, η φρ.
κλείνει με το ρε·
-
το γουστάρει (ενν. το γαμήσι), (ιδίως για γυναίκα) δέχεται με
ευχαρίστηση την επιβολή της σεξουαλικής πράξης: «εγώ θα της τα ρίξω, γιατί μου
φαίνεται πως το γουστάρει».