γούμενος, ο, θηλ. γουμένισσα, η, ουσ. [<μσν. γούμενος
<αρχ. ἡγούμενος, μτχ. του ρ. ἡγοῦμαι], ο ηγούμενος, ο προϊστάμενος
μοναστηριού·
-
πες μας κι άλλα γούμενε, ειρωνική ή κοροϊδευτική προτροπή σε κάποιον που
μας διηγείται φανταστικά πράγματα, να συνεχίσει τη διήγησή του, γιατί μας
διασκεδάζει. Πολλές φορές, η προτροπή αυτή γίνεται για να φέρει το αντίθετο
αποτέλεσμα, δηλ. για να του δώσουμε να καταλάβει πως δεν τον πιστεύουμε και να
πάψει να μιλάει. Κατάλοιπο παιδικού τραγουδιού εν είδει παιχνιδιού, όπου μια
ομάδα παιδιών τραγουδούσε κάποιο τραγούδι με διφορούμενα ή υπονοούμενα λόγια,
όπως π.χ. το: το Μανολιό τον πήρανε σ’ ένα καράβι μούτσο, έλα έλα, σ’ ένα
καράβι μούτσο, και βγήκ’ ένα σκυλόψαρο και του ’φαγε (μικρή παύση) το πόδι (ενώ
το υπονοούμενο στην προκειμένη περίπτωση είναι το ομοιοκατάληκτο και του
’φαγε τον πούτσο ). Αμέσως, μετά η άλλη ομάδα, ευχαριστημένη από το λογοπαίγνιο
και τέλεια γνώστρια του υπονοούμενου, προέτρεπε για συνέχεια με το πες μας
κι άλλα γούμενε, γούμενε γούμενε, πες μας κι άλλα να χαρείς τα ράσα που φορείς.
Παρόμοια τραγούδια ακούγονταν στα εκδρομικά σχολικά πούλμαν και πολλές φορές το
υπονοούμενο τραγούδι το κανοναρχούσε εκείνο το παιδί που διέθετε την ισχυρότερη
ή τη μελωδικότερη φωνή.