γουδοχέρι, το, ουσ. [<γουδί + χέρι]. 1. ξύλινος ή
μεταλλικός κόπανος με τον οποίο κονιορτοποιούμε με κοπάνισμα μέσα στο γουδί
μπαχαρικά ή άλλες σκληρές, ιδίως μαγειρικές ή ζαχαροπλαστικές, ουσίες. 2.
μεγάλο πέος: «έχει ένα γουδοχέρι, που αν σε χτυπήσει στο κεφάλι θα σ’ αφήσει
ξερό».
- το γουδί το γουδοχέρι (και τον κόπανο στο χέρι), πεισματική επανάληψη των ίδιων
λόγων ή πράξεων: «του είπα χίλιες φορές να πάψει να δικαιολογείται με τόσο
φτηνό τρόπο, αλλά αυτός το γουδί το γουδοχέρι || χίλιες φορές σου το ’χω πει να
μη βάζεις αυτό το πράγμα εδώ, γιατί μ’ εμποδίζει, αλλά εσύ εκεί, το γουδί το
γουδοχέρι». Από την εικόνα του ατόμου που κοπανίζει με το γουδοχέρι μέσα στο
γουδί μια ουσία, επαναλαμβάνοντας μηχανικά και μονότονα την ίδια κίνηση.