γόνιμος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. γόνιμος], γόνιμος·
-
οι γόνιμες μέρες, (ειδικά για γυναίκες, αλλά και για άλλους ζώντες
οργανισμούς) οι μέρες εκείνες του μήνα κατά τις οποίες μπορεί να συλλάβει, να
γονιμοποιηθεί: «η γυναίκα μου έχει τις γόνιμες μέρες της και παίρνουμε όλες τις
προφυλάξεις, γιατί δε θ’ αντέξουμε και με πέμπτο παιδί».