γονικά, τα,
ουσ. [<μσν. γονικά, πλ. ουδ. του επιθ. γονικός], οι γονείς, ο πατέρας και η
μητέρα μαζί : «ήρθαν ξαφνικά τα γονικά της απ’ το χωριό και δε θα μπορέσει να
’ρθει σήμερα το βράδυ μαζί μας». (Κρητική μαντινάδα: τέτοια γυναίκα σαν κι
αυτή την πάν’ στα γονικά τους ή σκιάχτρο τηνε βάζουνε στ’ αμπελοχώραφά
τους)·
-
μην κλοτσάς τα γονικά σου, θα το βρεις απ’ τα παιδιά σου, όποιος
συμπεριφέρεται άσχημα στους γονείς του, θα έχει την ίδια μεταχείριση από τα παιδιά
του.