γόνατο, το,
ουσ. [<γόνατα, πλ. του αρχ. ουσ. γόνυ], το γόνατο. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
-
γράφει στο γόνατο, είναι μέτριος ή κακός συγγραφέας: «κανένα του βιβλίο
δεν είχε επιτυχία, γιατί γράφει στο γόνατο»·
-
γράφω στο γόνατο (κάτι), γράφω, σημειώνω βιαστικά και πρόχειρα κάτι: «κάπου
έγραψα στο γόνατο τη διεύθυνσή του και δεν μπορώ να τη βρω»·
-
δουλειά στο γόνατο, βλ. λ. δουλειά·
-
είναι γραμμένο στο γόνατο, α. το λογοτεχνικό κείμενο για το οποίο
γίνεται λόγος, είναι κακό ή μέτριο: «μην αγοράσεις αυτό το βιβλίο, γιατί είναι
γραμμένο στο γόνατο». 2. το χειρόγραφο κείμενο για το οποίο γίνεται
λόγος, είναι γραμμένο με δυσανάγνωστα γράμματα: «δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει
το σημείωμά του, γιατί είναι γραμμένο στο γόνατο»·
-
έκανε γόνατα, (για παντελόνια) ξεχείλωσε στο σημείο των γονάτων: «δεν
πρέπει να είναι από καλό ύφασμα το παντελόνι μου, γιατί αμέσως έκανε γόνατα»·
-
έσπασαν τα γόνατά μου, βλ. φρ. κόπηκαν τα γόνατά μου·
-
η δουλειά πάει γόνατο, βλ. λ. δουλειά·
-
η πίκρα κόβει γόνατα κι ο λογισμός γερνάει, βλ. λ. πίκρα·
-
θα τον κάνω να ’ρθει με τα γόνατα ή θα τον κάνω να ’ρθει στα γόνατα, θα
τον υποχρεώσω, θα τον εξαναγκάσω να έρθει σε μένα ικετεύοντας, παρακαλώντας:
«τώρα λέει και κάνει ό,τι θέλει, αλλά μια μέρα θα τον κάνω να ’ρθει στα γόνατα
για να μου ζητήσει συγνώμη»·
-
κόπηκαν τα γόνατά μου ή μου κόπηκαν τα γόνατα, α. κάποια
στιγμή ένιωσα αδυναμία να συνεχίσω να στέκομαι όρθιος. (Λαϊκό τραγούδι: αν
θέλεις έβγα και πες μου φύγε, μου έχεις κόψει τα γόνατα). β.
ένιωσα ξαφνικά μεγάλο φόβο ή τρόμο, που κινδύνεψα να πέσω κάτω, γιατί λύγισαν
τα γόνατά μου: «μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι,
μου κόπηκαν τα γόνατα»·
-
λύθηκαν τα γόνατά μου ή μου λύθηκαν τα γόνατα, βλ. φρ. κόπηκαν
τα γόνατά μου·
- με βαραίνουν τα γόνατά μου, χάνω την ικμάδα μου, τη ζωντάνια
μου λόγω ηλικίας: «έφτασα κι εγώ σε μια ηλικία που έχουν αρχίσει να με
βαραίνουν τα γόνατά μου»·
- μεγάλωσε στα γόνατά μου, το άτομο για το οποίο γίνεται
λόγος ήταν στη φροντίδα μου από την πολύ μικρή του ηλικία, το ανάθρεψα από πολύ
μικρή ηλικία: «αυτός ο παλίκαρος που βλέπεις, έμεινε ορφανός σε μικρή ηλικία
και μεγάλωσε στα γόνατά μου». Πολλές φορές, και σχεδόν μόνο στην περίπτωση που
ο ομιλητής κάθεται, συνοδεύεται από χειρονομία με τις παλάμες του να χτυπούν
ελαφρά πάνω στους μηρούς του·
-
πάει γόνατο, βλ. συνηθέστ. πάει σύννεφο·
- πέφτω στα γόνατα ή πέφτω στα γόνατά μου, παρακαλώ,
ικετεύω κάποιον για κάτι γονατιστός: «έπεσα στα γόνατα και ζήτησα να με
συγχωρήσει». Από την εικόνα του ατόμου που γονατίζει μπροστά σε μια άγια
εικόνα, όταν ικετεύει για κάποια χάρη·
-
πέφτω στα γόνατά του, βλ. συνηθέστ. πέφτω στα πόδια του, λ. πόδι·
-
σέρνομαι στα γόνατα ή σέρνομαι στα γόνατά μου, θερμοπαρακαλώ,
ικετεύω κάποιον για κάτι πηγαίνοντας γονατιστός προς το μέρος του: «θα τον κάνω
να σέρνεται στα γόνατα και να με παρακαλάει να τον συγχωρήσω». Από την εικόνα
του ατόμου που από τάμα σε κάποια μεγάλη θρησκευτική γιορτή, σέρνεται στα
γόνατα, μέχρι να φτάσει στην εικόνα του αγίου, για να την προσκυνήσει·
-
στο γόνατο, λέγεται για οτιδήποτε γίνεται βιαστικά και πρόχειρα: «έφαγε
στο γόνατο κι έφυγε || ήμασταν κι οι δυο βιαστικοί, γι’ αυτό τα ’παμε στο
γόνατο»·
-
του κόβω τα γόνατα, α. τον έχω σε συνεχή ορθοστασία, ώστε δεν
αντέχει άλλο να στέκεται όρθιος: «του ’κοψα τα γόνατα να με περιμένει δυο ώρες
στη γωνία». β. τον κατατρόμαξα, τον καταφόβισα τόσο, που λύγισαν τα
γόνατά του από τον έντονο φόβο που ένιωσε: «του ’κοψα τα γόνατα, μόλις
πετάχτηκα μπροστά του μέσα στο σκοτάδι»·
-
του φτωχού το κέρατο στο κούτελο και τ’ άρχοντα στο γόνατο, βλ. λ. κέρατο·
-
τρέμουν τα γόνατά μου, α. αισθάνομαι μεγάλη κούραση ή εξάντληση:
«θέλω να καθίσω κομμάτι, γιατί τρέμουν τα γόνατά μου». β. νιώθω μεγάλο
φόβο ή τρόμο: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος καταπάνω μου, άρχισαν να
τρέμουν τα γόνατά μου».