γομολάστιχα, η, ουσ. [<γόμα + λάστιχο], η γομολάστιχα·
-
όλα γομολάστιχα, όλα όσα μας χωρίζουν, όλες αυτές τις διαφορές που μας
κρατούν τόσον καιρό αντιμέτωπους, ας τις σβήσουμε, ας τις ξεχάσουμε και ας
ξαναγίνουμε φίλοι: «αρκετά ταλαιπωρηθήκαμε τόσα χρόνια με τις έχθρες μας, γι’
αυτό όλα γομολάστιχα». Από το ότι, όταν κάποιος κάνει λάθος σε ένα γραπτό
κείμενο, το σβήνει με τη γομολάστιχα.