γομάρι, το,
ουσ. [<μσν. γομάριν <γομάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. γόμος (= φορτίο,
βάρος)], το γαϊδούρι. 1. το φορτίο που μπορεί να μεταφέρει κάθε φορά ένα
γαϊδούρι: «κουβάλησε δυο γομάρια σανό». 2. υβριστικός χαρακτηρισμός σε
αναίσθητο και ανάγωγο άτομο, με την έννοια το κτήνος, το ζώο: «μήπως περίμενες
καλύτερη συμπεριφορά από ένα τέτοιο γομάρι;». 3. άνθρωπος σωματώδης και
δυνατός: «δεν ντρέπεσαι, κοτζάμ γομάρι, να τα βάζεις μ’ αυτό τ’ ανθρωπάκι;».
Υποκορ. γομαράκι, το (βλ. λ.)·
- φταίει το γομάρι, χτυπάει το σαμάρι, βλ. συνηθέστ. φταίει ο
γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι, λ. γάιδαρος.