γοητιλίκι, το, ουσ. [<γοητεία + κατάλ. -ιλίκι], η ιδιότητα του
γόη, της γόησσας, η ικανότητα που έχει ο γόης, η γόησσα, να γοητεύουν: «έχει
τέτοιο γοητιλίκι αυτός ο άντρας, που δύσκολα μπορεί να του αντισταθεί γυναίκα»·
-
πουλώ γοητιλίκι, (και για τα δυο φύλα) προσπαθώ να μιμηθώ τη συμπεριφορά
και τη σιγουριά του γόη ή της γόησσας: «φόρεσε το καινούριο του κουστούμι και
μας πουλάει γοητιλίκι».