γνωστικός, -ή κ. -ιά, -ό, επίθ. [ουδ. του επιθ. γνωστικός],
γνωστικός. 1. που δεν έχει διανοητικά προβλήματα, που είναι συνετός,
λογικός: «είναι ένας ήρεμος και γνωστικός οικογενειάρχης». 2. στον πλ. τα
γνωστικά, το μυαλό, ο νους, η κρίση, η λογική, και με τις προσωπικές αντων.
μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των·
- δεν είναι καλά στα γνωστικά του, βλ. φρ. δεν είναι στα γνωστικά του·
- δεν είναι στα γνωστικά του, δε σκέφτεται σωστά, λογικά ή έχει
διανοητικά προβλήματα και κατ’ επέκταση, παραφρόνησε, τρελάθηκε : «δεν παίρνουμε
τοις μετρητοίς αυτά που λέει, γιατί δεν είναι στα γνωστικά του ο φουκαράς».
Συνών. δεν είναι στα καλά του / δεν είναι στα λογικά του / δεν είναι στα
μυαλά του / δεν είναι στα συγκαλά του / δεν είναι στα σωστά του·
-
έλα στα γνωστικά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να
συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί, να συνέλθει: «με την οικονομική
κρίση που υπάρχει, δεν είναι καιρός για εμπορικά ανοίγματα, έλα στα γνωστικά
σου». Συνών. έλα στα καλά σου / έλα στα λογικά σου / έλα στα μυαλά σου / έλα
στα συγκαλά σου / έλα στα σωστά σου / έλα στη ρότα σου·
-
ελάτ’ εσείς οι γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος, βλ. λ. βιος·
-
έχασε τα γνωστικά του, βλ. συνηθέστ. έχασε τα λογικά του, λ.
λογικός·
- όμορφο είναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα, μ’
απ’ όλα ομορφότερο η γνωστική γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- ως να συλλογιστεί ο γνωστικός, περνά το γεφύρι ο
τρελός, ο
τολμηρός, ο ριψοκίνδυνος άνθρωπος πετυχαίνει κάτι γρηγορότερα από ό,τι ο
γνωστικός, που λόγω φρονιμάδας και περίσκεψης είναι διστακτικός: «μελετούσε από
δω τη δουλειά, μελετούσε από κει τη δουλειά, όμως ο ανταγωνιστής του την
ανέλαβε με μια τολμηρή πρόταση, γιατί, ως να συλλογιστεί ο γνωστικός, περνά το
γεφύρι ο τρελός».