αδιόρθωτος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἀδιόρθωτος <α- στερητ. + διορθῶ], αδιόρθωτος· που δε σωφρονίστηκε,
που δεν επιδέχεται σωφρονισμό, που είναι αμετανόητος: «το πιοτό τον έχει
καταστρέψει κι όμως αυτός εκεί, αδιόρθωτος». Επίρρ. αδιόρθωτα·
- πάει
να διορθώσει τα αδιόρθωτα, επιδιώκει να καλυτερέψει μια δουλειά ή μια
υπόθεση, που όμως, δεν επιδέχεται καλυτέρευση: «τώρα που έφτασε στο χείλος του
γκρεμού, πάει να διορθώσει τ’ αδιόρθωτα, αλλά δε γίνεται τίποτα»·
- χάλια
αδιόρθωτα, βλ. λ. χάλι.