γλωσσοδέτης, ο, ουσ. [<γλωσσο- + δένω + κατάλ. -της], είδος
λεκτικού παιχνιδιού ή άσκηση της ομιλίας που συνίσταται στη γρήγορη επανάληψη
μιας δύσκολης στην προφορά της φράση. Π.χ: ο παπάς ο παχύς έφαγε παχιά φακή,
γιατί παπά παχύ έφαγες παχιά φακή; ή της καρέκλας το ποδάρι
ξεκαρεκλοποδαρώθηκε κ.ά. (Τραγούδι: οι εμπνεύσεις μου είναι γλωσσοδέτες,
νοιώθω συχνά σαν τους τριγύρω σκηνοθέτες, που οδηγήσαν μια γενιά, στα πιο
βαθειά χασμουρητά)·
-
με πιάνει γλωσσοδέτης, βλ. φρ. παθαίνω γλωσσοδέτη·
-
παθαίνω γλωσσοδέτη, δεν τολμώ, δεv μπορώ να μιλήσω, γιατί αναγνωρίζω
κάποιο σφάλμα μου και δε βρίσκω λόγια να το δικαιολογήσω: «όταν ο άλλος άρχισε
να με κατηγορεί για τη βλακεία που έκανα, μ’ έπιασε γλωσσοδέτης και δεν είπα
λέξη».