γλιστρίδα, η, ουσ. [<μσν. γλιστρίδα <γλιστρώ], είδος φυτού,
που τρώγεται ως σαλάτα·
-
γλιστρίδα έφαγες; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που μιλάει ακατάσχετα:
«πάψε, ρε παιδάκι μου, να μιλάς, γλιστρίδα έφαγες;»·
-
τρώω γλιστρίδα, φλυαρώ ακατάσχετα: «πάλι γλιστρίδα έφαγε ο φίλος σου και
δεν αφήνει κανέναν να μιλήσει;». Υποτίθεται πως, όποιος φάει απ’ αυτό το φυτό,
η γλώσσα του συνεχώς γλιστράει και δεν μπορεί να σταματήσει.