γλίστρα, η,
ουσ. [<μσν. γλίστρα <γλιστρώ], η γλίστρα. 1. η ολισθηρή επιφάνεια,
ιδίως στο έδαφος, που δημιουργείται είτε από λάσπες είτε από πάγο: «το βράδυ
είχε παγωνιά κι ο δρόμος γέμισε γλίστρες». 2. το πέσιμο από το πάτημα
πάνω στην ολισθηρή αυτή επιφάνεια του εδάφους: «από μια γλίστρα έσπασα το χέρι
μου»·
- έφαγα μια γλίστρα ή έφαγα γλίστρα, βλ. φρ. πήρα
μια βούτα·
-
πήρα μια γλίστρα ή πήρα γλίστρα, πάτησα σε ολισθηρή επιφάνεια,
ιδίως του εδάφους, και έπεσα: «πάτησα πάνω στο παγωμένο χιόνι και πήρα μια
γλίστρα που παραλίγο να σκοτωνόμουν».