γλέντι, το,
ουσ. [<γλεντώ], η διασκέδαση με φαγοπότι, μουσική, τραγούδια και χορό: «μετά
την εκκλησία επακολούθησε στο σπίτι του γαμπρού μεγάλο γλέντι». (Λαϊκό
τραγούδι: γλέντι όμορφο και φίνο φούντωσε κι απόψε ο
Σαλονικιός, άιντε στην υγειά του πίνω να ’ναι πάντα ωραίος ο Σαλονικιός).
Υποκορ. γλεντάκι, το·
- άναψε το γλέντι, πήρε μεγάλες διαστάσεις, έφτασε
σε μεγάλη ένταση: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα όργανα, άναψε το γλέντι»·
-
γλέντι τρικούβερτο, πολύ έντονο γλέντι: «χτες βράδυ αρραβώνιασε την κόρη
του κι είχαν γλέντι τρικούβερτο στο σπίτι του»· βλ. και λ. τρικούβερτος·
-
ε ρε, γλέντια! α. έκφραση ενθουσιασμού σε στιγμές μεγάλου κεφιού.
Αγαπημένη έκφραση του καραγκιοζοπαίχτη Ευγένιου Σπαθάρη στο θέατρο σκιών, που
ακούγεται κατά τη διάρκεια της εισαγωγικής μουσικής του θεατρικού του
επεισοδίου, αλλά και ενδιάμεσα σε διάφορες σκηνές. β. ειρωνική ή
αυτοσαρκαστική έκφραση για δυσάρεστη κατάσταση ή έκφραση απογοήτευσης ή
απελπισίας για κάτι κακό που προκύπτει ξαφνικά: «αφεντικό, έλα γρήγορα στο
μαγαζί, γιατί πλάκωσε η εφορία. -Ε ρε, γλέντια! || πάλι δεν πέρασε ο γιος του
στο πανεπιστήμιο. -Ε ρε γλέντια!». Ίσως από την ένταση που δημιουργείται στο
άτομο σε κάποια δύσκολη ή ανεπιθύμητη στιγμή, όπως όταν βρίσκεται σε στιγμές
μεγάλου κεφιού·
-
έγινε γλέντι, α. δημιουργήθηκε, επικράτησε πολύ ευχάριστη
ατμόσφαιρα είτε από έντονη διασκέδαση είτε από διάφορες διασκεδαστικές
καταστάσεις: «μετά την υπογραφή των συμβολαίων έγινε γλέντι στα μπουζούκια ||
μόλις άρχισε ο τάδε να κάνει στριπτίζ, έγινε γλέντι». β. (ειρωνικά)
δημιουργήθηκε, επικράτησε μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη φασαρία: «κι εκεί που
διασκέδαζαν, χωρίς να καταλάβει κανείς το γιατί, αρπάχτηκαν στα χέρια κι έγινε
γλέντι»·
-
ο πλούσιος έχει τα φλουριά και ο φτωχός τα γλέντια, ο πλούτος δεν είναι
το παν στη ζωή μας, δε φέρνει πάντοτε την ευτυχία: «ούτε που με νοιάζουν τα
λεφτά που έχει, γιατί αυτό που εγώ ξέρω είναι πως ο πλούσιος έχει τα φλουριά
και ο φτωχός τα γλέντια, κι εγώ από γλέντια άλλο τίποτα!». Συνών. ο πλούσιος
με τα φλουριά κι ο φτωχός με τα παιδιά του·
-
στήνω γλέντι ή στήνω το γλέντι, γλεντώ: «μόλις μαζεύτηκαν όλοι,
έστησαν γλέντι ολονύχτιο»·
-
το ρίχνω στο γλέντι, συνηθίζω να γλεντώ: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το
λαχείο, το ’ριξε στο γλέντι»·
-
το στρώνω στο γλέντι, γλεντώ: «μόλις μαζεύτηκε όλη η παρέα, το στρώσαμε
στο γλέντι·
-
φούντωσε το γλέντι, έφτασε σε πολύ μεγάλη ένταση, συνήθως με συνοδεία
λαϊκών οργάνων: «στο τέλος μουσικοί, τραγουδιστές και κόσμος έγιναν ένα και
φούντωσε το γλέντι». (Λαϊκό τραγούδι: γλέντι όμορφο και φίνο φούντωσε κι
απόψε ο Σαλονικιός, άιντε στην υγειά του πίνω να ’ναι πάντα ωραίος ο Σαλονικιός).