αδικία,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀδικία <ἄδικος], η αδικία. 1. η άδικη πράξη, το αδίκημα:
«είναι αδικία να χτυπάς γέρο άνθρωπο». 2. η έλλειψη δικαιοσύνης: «όπου
κυριαρχεί η αδικία, τα κοινωνικά πάθη είναι αυξημένα»·
- αδικία
απ’ το Θεό, λέγεται για γεγονός που είναι εντελώς αντίθετο από αυτό που
περιμένει κανείς: «αν δεν περάσεις στο πανεπιστήμιο με τόσο διάβασμα που έκανες,
αδικία απ’ το Θεό»·
-
κάνω αδικία ή κάνω
αδικίες, αδικώ: «είμαι αμερόληπτος άνθρωπος και δεν κάνω αδικίες σε καμιά
περίπτωση». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να κάνει
αδικίες,μα κι όσοι ζουν με την ψευτιά μαζί τους δεν τα παίρνουν και
στη ζωή μας μοναχά οι καλοσύνες μένουν).