γλείψιμο, το, ουσ. [<μσν. γλείψιμον], το γλείψιμο. 1α.
η ταπεινή κολακεία, η δουλοπρέπεια: «κάθε φορά που θέλει να πετύχει κάτι,
αρχίζει το γλείψιμο». β. το καλόπιασμα: «μόλις κατάλαβε πως τον
πρόσβαλε, άρχισε το γλείψιμο για να μη δώσει ο άλλος συνέχεια». 2α. (στη
γλώσσα του στρατού) η κολακεία των ανωτέρων για λόγους εύνοιας: «όταν θέλει να
πάρει άδεια, αρχίζει το γλείψιμο στο λοχαγό του». β. η ισχυρή γνωριμία,
το μέσο: «αυτόν που βλέπεις, έχει γλείψιμο το διοικητή». 3. (για άντρες)
το ερωτικό πιπίλισμα του αιδοίου της γυναίκας: «γι’ αυτόν το γλείψιμο είναι το
παν». 4. (για γυναίκες) το ερωτικό πιπίλισμα του σεξουαλικού οργάνου του
άντρα, ο στοματικός έρωτας: «αυτή η γκόμενα είναι δασκάλα στο γλείψιμο». 5.
(στη γλώσσα των μηχανόβιων και των οδηγών αυτοκινήτου, ιδίως αγωνιστικού) το
ξυστό πέρασμα, η ξυστή επαφή: «τα ’χασε με το γλείψιμο που του ’κανα στο φτερό
κι έκοψε όλο δεξιά το τιμόνι». 6. (γενικά) η ισχυρή γνωριμία, το μέσο:
«χωρίς γλείψιμο στη σημερινή εποχή δύσκολα πηγαίνεις μπροστά || έχεις κανένα
γλείψιμο, γιατί, αν δεν έχεις, δύσκολα θα τελειώσεις τη δουλειά σου!»·
-
βάζω γλείψιμο, α. χρησιμοποιώ προσωπική μου γνωριμία για να
τελειώσω μια δουλειά ή για να προωθήσω μια υπόθεσή μου: «αν δε βάλεις σήμερα
γλείψιμο, δεν τελειώνει η δουλειά σου». β. (στη γλώσσα του στρατού)
χρησιμοποιώ προσωπική μου γνωριμία ή συμπάθεια, ιδίως για να πάρω μετάθεση ή
άδεια: «κάθε φορά που θέλει να πάρει άδεια, βάζει γλείψιμο». Συνών. βάζω
βύσμα / βάζω δόντι / βάζω μέσο·
-
έχω γλείψιμο, α. διαθέτω ισχυρή γνωριμία: «έχει γλείψιμο τον τάδε
βουλευτή». β. (στη γλώσσα του στρατού) διαθέτω προσωπική μου γνωριμία ή
συμπάθεια: «έχω γλείψιμο το λοχαγό». Συνών. έχω βύσμα / έχω δόντι / έχω μέσο
(α)·
-
κάνω γλείψιμο, βλ. λ. γλείφω·
-
το ρίχνω στο γλείψιμο, αρχίζω κι εγώ να γλείφω, ιδίως για να τελειώσω
μια δουλειά ή μια υπόθεσή μου: «αφού όλοι γλείφουν για να τελειώσουν τη δουλειά
τους, το ’ριξα κι εγώ στο γλείψιμο»·
-
τον έχω γλείψιμο, α. είναι η ισχυρή γνωριμία που διαθέτω: «θα πάω
να του πω να σε βοηθήσει, γιατί τον έχω γλείψιμο». β. (στη γλώσσα του
στρατού) είναι η προσωπική μου γνωριμία ή συμπάθεια: «θα του πω να μη σε βγάλει
στην αναφορά, γιατί τον έχω γλείψιμο»·
-
τον κάνω γλείψιμο, τον αποκτώ ως μέσο: «στην αρχή δυσκολεύτηκα, αλλά στο
τέλος τον έκανα γλείψιμο».