γλείφω, ρ.
[<μσν. γλείφω , αρχ. ἐκλείχω], γλείφω. 1α. κολακεύω δουλικά κάποιον
για να του αποσπάσω κάποια εκδούλευση ή υλικά οφέλη: «όταν θέλει να πετύχει
κάτι, γλείφει τους πάντες». Από την εικόνα του σκύλου που γλείφει το χέρι του
κυρίου του. β. καλοπιάνω: «μόλις κατάλαβε πως τον πρόσβαλε, άρχισε να
τον γλείφει για να τον συγχωρέσει». 2. (στη γλώσσα του στρατού) κολακεύω
τους ανωτέρους μου για να κερδίσω την εύνοιά τους: «απ’ τη μέρα που ήρθε,
γλείφει το λοχαγό του κι έχει γλιτώσει και τις σκοπιές και τις αγγαρείες». 3.
(για άντρες) πιπιλώ ερωτικά το αιδοίο της γυναίκας: «αν δε γλείψει, δεν
ευχαριστιέται τη γυναίκα». 4α. (για γυναίκες) πιπιλώ ερωτικά το
σεξουαλικό όργανο του άντρα, κάνω στοματικό έρωτα: «κάνει πολύ καλό κρεβάτι,
αλλά το σπουδαιότερο είναι ότι γλείφει κιόλας». β. λεσβιάζω. γ.
(γενικά) συνουσιάζομαι: «την έγλειψες καθόλου ή πήγε τζάμπα το ξενύχτι!», εδώ
δεν έχει την έννοια του πιπιλίσματος, αλλά την έννοια της γεύσης. 5.
(στη γλώσσα των μηχανόβιων και των οδηγών αυτοκινήτου, ιδίως αγωνιστικού) περνώ
ξυστά, ξύνω πολύ ελαφρά: «καθώς τον προσπερνούσα, μόλις και του ’γλειψα το
φτερό». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
-
γλείφω αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
-
γλείφω κανένα (κάνα) κοκαλάκι, βλ. λ. κοκαλάκι·
-
γλείφω κώλο, βλ. λ. κώλος·
-
γλείφω κώλους, βλ. λ. κώλος·
-
γλείφω τα δάχτυλά μου, βλ. λ. δάχτυλο·
-
γλείφω τα χείλια μου, βλ. λ. χείλι·
-
γλείφω τις πληγές μου, βλ. λ. πληγή·
-
δε γλείφω εκεί που φτύνω, δεν επιδιώκω φιλία ή δε ζητώ βοήθεια από
άνθρωπο που δεν εκτιμώ ή που στο παρελθόν καταφέρθηκα σκληρά εναντίον του: «δε
θα ζητήσω ποτέ βοήθεια από έναν που δεν τον εκτιμώ, γιατί δε γλείφω εκεί που
φτύνω»·
-
έγλειψα το πιάτο μου, βλ. λ. πιάτο·
-
θα γλείψουμε κανένα (κάνα) κοκαλάκι; βλ. λ. κοκαλάκι·
-
να γλείφεις (και) τα δάχτυλά σου! βλ. λ. δάχτυλο·
-
να γλείφεις (και) τα χείλια σου! βλ. λ. χείλι·
- όποιος πιάνει το μέλι, γλείφει τα δάχτυλά του, βλ. λ. μέλι.