γκρεμίζω, ρ.
[<μσν. γκρεμνίζω <μτγν. κρημνίζω], γκρεμίζω. 1. σωριάζω κάποιον
κάτω: «του ’δωσα μια γροθιά και τον γκρέμισα κάτω». 2. καταστρέφω,
αφανίζω: «μου γκρέμισες όλα μου τα όνειρα». (Λαϊκό τραγούδι: γεννήθηκες για
την καταστροφή και ήρθες να γκρεμίσεις μια ζωή). 3. στην
προστακτ. γκρεμίσου! βλ. συνηθέστ. τη φρ. γκρεμίσου από δω(!) ·
-
γκρεμίζω απ’ το θρόνο του (κάποιον), βλ. λ. θρόνος·
-
γκρέμισαν (όλα) σαν τραπουλόχαρτα ή γκρέμισαν (όλα) σαν πύργος από
τραπουλόχαρτα, βλ. λ. τραπουλόχαρτο·
-
γκρέμισαν τα όνειρά μου, βλ. λ. όνειρο·
-
γκρέμισε τα όνειρά μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. όνειρο·
-
γκρεμίσου από δω! (με απειλητική ή επιθετική διάθεση) εξαφανίσου! φύγε
από εδώ! ξεκουμπίσου(!): «γκρεμίσου από δω παλιόπαιδο και να μη σε ξαναδώ!»·
- τ’ άσπρα κατεβάζουν τ’ άστρα και γκρεμίζουν
κάστρα, βλ. λ. άσπρα.