Γκράβαρα, τα, τοπωνύμ.
[<σλαβ. Kravara], τα Κράβαρα·
-
απ’ τα Γκράβαρα κατέβηκες; ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που
συμπεριφέρεται άξεστα, αμόρφωτα, απολίτιστα: «απ’ τα Γκράβαρα κατέβηκες και δεν
έμαθες να λες ούτε ευχαριστώ σε κάποιον που σε βοήθησε;». Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το καλά. Συνών. απ’ το βουνό κατέβηκες(;)·
-
είναι απ’ τα Γκράβαρα, βλ. φρ. κατέβηκε απ’ τα Γκράβαρα·
- κατέβηκε απ’ τα Γκράβαρα, είναι άξεστος, αμόρφωτος,
απολίτιστο;: «πρόσεξε μη σ’ εκθέσει εκεί που θα πάτε, γιατί ο τύπος κατέβηκε
απ’ τα Γκράβαρα». Συνών. κατέβηκε απ’ το βουνό.