γκόμενος κ.
γκόμινος, ο, ουσ. [αρσ. του ουσ. γκόμενα]. 1. ο ερωμένος, ο
εραστής: «την είδα με τον γκόμενό της να κάνει βόλτα στην παραλία». (Τραγούδι: και
θυμάμαι και τη Μαίρη από κάτω, που ’κανε στον γκόμενο φλογέρα και
σπαγγάτο).2. ο ζιγκολό, ο νταβατζής: «είναι ο πιο γνωστός
γκόμενος στο λιμάνι». 3. (γενικά) νέος και ωραίος άντρας και, κατ’
επέκταση, ο γυναικοκατακτητής: «σε τέτοιον γκόμενο δε λέει όχι καμιά γυναίκα»·
βλ. και λ. γκόμενα·
-
βγάζω γκόμενο, (για γυναίκες) συνδέομαι ερωτικά με άντρα: «έβγαλε
γκόμενο ένα ομορφόπαιδο κι είναι όλο χαρά»·
-
κάνω τον γκόμενο, βλ. φρ. το παίζω γκόμενος·
-
πιάνω γκόμενο, (για γυναίκες) βλ. φρ. βγάζω γκόμενο·
- το παίζω γκόμενος, συμπεριφέρομαι σαν νέος και
ωραίος, συμπεριφέρομαι σαν γυναικοκατακτητής: «πάτησε τα εξήντα ο αφιλότιμος κι
ακόμη το παίζει γκόμενος».