γκλίτσα κ.
αγκλίτσα κ. αγλίτσα, η, ουσ. [<ἀγκλίτσα <ἀγκυλίτσα, υποκορ.
του ἀγκύλη, θηλ. του επιθ. ἀγκύλος· απίθανο από το βουλγ. klits], η γκλίτσα·
(ειρωνικά ή υποτιμητικά) άνθρωπος άξεστος, αγροίκος, ο χωριάτης: «κάθε
Σαββατοκύριακο πλακώνουν στα μπαράκια της πόλης οι γκλίτσες, που μας έρχονται
απ’ την επαρχία». Αναφορά στο βοσκό που χρησιμοποιεί την γκλίτσα του·
-
μου ’γινε γκλίτσα (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το
καυλί), ήρθε σε κατάσταση τέλειας στύσης: «μόλις είδα την γκομενάρα, μου
’γινε γκλίτσα»·
-
ξύνεται στου τσομπάνη την γκλίτσα, βλ. λ. τσομπάνης.