γκλάβα, η,
ουσ. [<σλαβ. glava], το κεφάλι: «απ’ το πρωί που ξύπνησα με πονάει η γκλάβα
μου». (Λαϊκό τραγούδι: δυο τάλιρα τον δίνεις τρία θα σε δώσουμε, αν η γκλάβα
θα γεμίσει θα σε προτιμήσουμε). Πολλές φορές, λέγεται με ειρωνική
διάθεση και θέλει να χαρακτηρίσει το χοντρό κεφάλι, τον χοντροκέφαλο: «με
τέτοια γκλάβα πού να καταλάβεις τι σου λέω!». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
-
βάζω κάτω την γκλάβα ή βάζω κάτω την γκλάβα μου, προσηλώνομαι στη
δουλειά που κάνω, δουλεύω αδιάκοπα, δουλεύω ανεπηρέαστος, απερίσπαστος: «άμα βάλει
κάτω την γκλάβα του, τελειώνει τη δουλειά μέχρι να πεις κύμινο». Συνών. βάζω
κάτω την κεφάλα ή βάζω κάτω την κεφάλα μου / βάζω κάτω το κεφάλι ή βάζω
κάτω το κεφάλι μου· βλ. και φρ. κατεβάζω την γκλάβα·
-
δεν κατεβάζει η γκλάβα του, δεν είναι εύστροφος, επινοητικός: «μπορεί να
κολλήσει με το παραμικρό πρόβλημα, γιατί δεν κατεβάζει η γκλάβα του». Συνών. δεν
κατεβάζει η κεφάλα του / δεν κατεβάζει η κόκα του / δεν κατεβάζει η κούτρα του
/ δεν κατεβάζει ο νους του / δεν κατεβάζει το κεφάλι του / δεν κατεβάζει το
μυαλό του / δεν κατεβάζει το νιονιό του / δεν κατεβάζει το ξερό του·
-
δεν κόβει η γκλάβα του ή δεν του κόβει η γκλάβα, δεν
αντιλαμβάνεται κάτι εύκολα, είναι αργόστροφος: «πρέπει να του πεις πολλές φορές
κάτι για να το καταλάβει, γιατί δεν κόβει η γκλάβα του». Συνών. δεν κόβει η
κεφάλα του ή δεν του κόβει η κεφάλα / δεν κόβει η κόκα του ή δεν
του κόβει η κόκα / δεν κόβει η κούτρα του ή δεν του κόβει η κούτρα / δεν
κόβει ο νους του ή δεν του κόβει ο νους / δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν
του κόβει το κεφάλι / δεν κόβει το μυαλό του ή δεν του κόβει το
μυαλό / δεν κόβει το νιονιό του ή δεν του κόβει το νιονιό / δεν κόβει το
ξερό του ή δεν του κόβει το ξερό·
-
δεν τα παίρνει η γκλάβα του (ενν. τα γράμματα), είναι ανεπίδεκτος
μαθήσεως: «όσα φροντιστήρια κι αν του ’καναν, όσους καθηγητές κι αν φώναξαν να
τον προγυμνάσουν, ε, δεν τα παίρνει η γκλάβα του, πάει και τέλειωσε». Συνών. δεν
τα παίρνει η κεφάλα του / δεν τα παίρνει η κόκα του / δεν τα παίρνει η κούτρα
του / δεν τα παίρνει το κεφάλι του / δεν τα παίρνει το νιονιό του / δεν
τα παίρνει το ξερό του·
-
κάνει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του, ενεργεί χωρίς να σκέφτεται, ενεργεί
επιπόλαια, απερίσκεπτα: «μην του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί κάνει ό,τι κατεβάσει
η γκλάβα του». Συνών. κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του / κάνει ό,τι
κατεβάσει η κούτρα του / κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του / κάνει ό,τι
κατεβάσει το ξερό του / κάνει του κεφαλιού του·
-
κατεβάζει η γκλάβα του, είναι εύστροφος, επινοητικός: «δεν πιστεύω πως
μπορεί να κολλήσει κάπου, γιατί ξέρω καλά πως κατεβάζει η γκλάβα του». Συνών. κατεβάζει
η κεφάλα του / κατεβάζει η κόκα του / κατεβάζει η κούτρα του / κατεβάζει ο νους
του / κατεβάζει το κεφάλι του / κατεβάζει το μυαλό του / κατεβάζει το νιονιό
του / κατεβάζει το ξερό του·
-
κατεβάζω την γκλάβα ή κατεβάζω την γκλάβα μου, α. παραδέχομαι
σιωπηρά το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «όταν με δεις να
κατεβάζω την γκλάβα μου μπροστά του, πάει να πει πως τον θεωρώ καλύτερό μου». β.
σκύβω το κεφάλι μου, ιδίως από ντροπή: «μόλις κάνουν πως τον μαλώνουν,
κατεβάζει την γκλάβα του». γ. δεν μπορώ να αντισταθώ στις πιέσεις,
υποχωρώ στις δυσκολίες, δε μάχομαι, παραδίνω τα όπλα μου: «ό,τι και να σου
συμβεί, μην κατεβάσεις την γκλάβα σου». Συνών. κατεβάζω την κεφάλα ή κατεβάζω
την κεφάλα μου / κατεβάζω το κεφάλι ή κατεβάζω το κεφάλι μου·
-
κόβει η γκλάβα του, α. μπορεί και βρίσκει λύσεις στα προβλήματά
του, είναι επινοητικός: «ευτυχώς που κόβει η γκλάβα του και ξεπερνάει τις
δυσκολίες που του τυχαίνουν». β. αντιλαμβάνεται αμέσως μια κατάσταση ή
πιο είναι το συμφέρον του: «καταλαβαίνει αμέσως αν θα κερδίσει από κάποια
δουλειά, γιατί κόβει η γκλάβα του». Συνών. κόβει η κεφάλα του / κόβει η κόκα
του / κόβει η κούτρα του / κόβει ο νους του / κόβει το κεφάλι του / κόβει το
μυαλό του / κόβει το νιονιό του / κόβει το ξερό του·
-
ξύνει την γκλάβα μου, βρίσκεται σε αμηχανία: «κάθε φορά που τον βλέπεις
να ξύνει την γκλάβα του, να ξέρεις πως είναι μπερδεμένος». Συνών. ξύνει την
κεφάλα του / ξύνει το κεφάλι του·
- τα παίρνει η γκλάβα του (ενν. τα γράμματα), έχει ευκολία στη μάθηση: «αφού τα
παίρνει η γκλάβα του, είμαι αποφασισμένος να τον στείλω στα καλύτερα σχολεία».
Συνών. τα παίρνει η κεφάλα του / τα παίρνει η κόκα του / τα παίρνει η κούτρα
του / τα παίρνει το κεφάλι του / τα παίρνει το νιονιό του / τα παίρνει το ξερό
του·
- τι λέει η γκλάβα σου! είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι
πιστεύω πως τα πράγματα έγιναν έτσι όπως μου τα λες, ή είσαι γελασμένος, αν
νομίζεις πως τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν. Για
συνών. βλ. φρ. τι λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι.