γκαστρώνομαι, ρ. [<γκαστρώνω]. 1. (για γυναίκες ή για
θηλυκά ζώα) μένω έγκυος: «γκαστρώθηκε πολύ μικρή κι έχει γιο τον οποίο πολλοί
που δεν ξέρουν, τον περνούν για φίλο της || πάλι γκαστρώθηκε η σκυλίτσα μας». 2.
ενοχλούμαι υπερβολικά, αγανακτώ, θυμώνω: «γκαστρώθηκα μ’ αυτόν το θόρυβο του
κομπρεσέρ απ’ το πρωί». 3. περιμένω στο ραντεβού, που έχω με κάποιον,
πολύ περισσότερο απ’ τη συμφωνημένη ώρα: «γκαστρώθηκα να τον περιμένω κι
έφυγα»·
- άντρα μου, για να γκαστρωθώ, δε μ’ ωφελούν τα
βότανα, για την
επίτευξη ενός σκοπού απαιτούνται ουσιαστικές ενέργειες, αποτελεσματικά μέτρα:
«εδώ χρειάζεται σκληρή δουλειά για να πάει μπροστά η επιχείρηση, γιατί, όπως
λέει κι ο λαός, άντρα μου, για να γκαστρωθώ, δε μ’ ωφελούν τα βότανα»·
- άντρα μου, για να γκαστρωθώ, δε με φελούν τα
ξόρκια, βλ. φρ. άντρα
μου, για να γκαστρωθώ, δε μ’ ωφελούν τα βότανα.