αδερφός
κ. αδελφός,
ο, ουσ. [<αρχ. ἀδελφός], ο αδελφός. 1. ο πολύ καλός, ο πολύ
στενός φίλος: «από μικρά παιδιά είναι σαν αδερφοί». 2. φιλική προσφώνηση
σε άτομο που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «αδερφέ, πώς μπορώ να πάω σ’ αυτή τη
διεύθυνση;». (Λαϊκό τραγούδι: στο κελί το διπλανό μου φέραν κάποιον αδελφό
μου).3. (στη γλώσσα του στρατού) βλ. συνηθέστ. αδέρφι.
4.φιλική προσφώνηση σε οικείο ή σε άτομο που δε γνωρίζουμε
το όνομά του: «πώς από δε, αδερφέ! || αδερφέ, προς τα πού πέφτει η τάδε οδός;».
Ακούγεται και αδρεφός, ο·
- αδερφέ
μου! επιφωνηματική έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού: «αδερφέ μου, για
δες τι κάθισε κι είπε για μένα ο αφιλότιμος! || αδερφέ μου, για δες μια
γυναικάρα που έρχεται απ’ απέναντι!». (Λαϊκό τραγούδι: μπήκε ο χειμώνας και
δεν έχω φράγκο· πώς θα την περάσω δε μου λες, ρε Βάγγο; έπιασε το κρύο και το
ξεροβόρι κι είμαι, αδερφέ μου, δίχως πανωφόρι).·
- βρε
αδερφέ! βλ. φρ. ωχ αδερφέ(!)·
- δε
βαριέσαι αδερφέ! (γενικά)
έκφραση αδιαφορίας. (Τραγούδι: κι εμείς οι τρεις στον καφενέ τσιγάρο πρέφα
και καφέ βρε δε βαριέσαι δε βαριέσαι αδερφέ)·
- ο
αδερφός μου κι εγώ ενάντια στον ξάδερφο, κι οι τρεις μαζί ενάντια στον ξένο, βλ. λ. ξένος·
- ο
καλός ο γείτονας είναι κι απ’ τον αδελφό σου πιο καλός, βλ. λ. γείτονας·
- ο
μεγάλος αδερφός, α. χαρακτηρισμός ατόμου που προστατεύει κάποιον:
«αν δεν ερχόταν ο μεγάλος αδερφός του, θα τον είχαν σακατέψει στο ξύλο». Από τη
στερεότυπη έκφραση μικρού παιδιού που το ενοχλούν, πως θα ζητήσει τη βοήθεια
του μεγάλου του αδερφού: «δε θα ’ρθει ο μεγάλος μου ο αδερφός; Θα δείτε τότε τι
έχετε να πάθετε!». β. σύστημα από διάφορες κάμερες και άλλες σύγχρονες
ηλεκτρονικές εγκαταστάσεις προσαρμοσμένες για την παρακολούθηση των πολιτών
γενικά (big brother): «σε λίγο καιρό δε θα μπορούμε ούτε να βήξουμε χωρίς να
γίνει αντιληπτό απ’ το μεγάλο αδερφό». γ. είδος ανόητου τηλεοπτικού
παιχνιδιού, όπου οι παίχτες απομονωμένοι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα σε ένα
κλειστό χώρο βρίσκονται συνεχώς υπό παρακολούθηση από τηλεοπτικές κάμερες·
- ρώτα
και τον αδερφό μου τον ψεύτη, βλ. λ. ψεύτης·
- ωχ
αδερφέ! α. έκφραση που δηλώνει αδιαφορία, έλλειψη ενδιαφέροντος ή
διάθεσης να ασχοληθεί κανείς με κάτι, ο ωχαδελφισμός: «ωχ αδελφέ, δεν πάνε να
κάνουν ό,τι θέλουν! || ωχ αδερφέ, εγώ θα βγάλω το φίδι απ’ την τρύπα;». (Λαϊκό
τραγούδι: μπορεί για κείνη χίλια βράδια να ξημέρωσα με μαύρο δάκρυ, με
τσιγάρο με καφέ, αλλά τον πόνο τον πικρό μου τον ημέρωσα και τώρα λέω μοναχά “ωχ
αδερφέ!”). β. έκφραση που δηλώνει δυσφορία: «ωχ αδελφέ, σταμάτα,
επιτέλους, αυτή την γκρίνια!». Συνήθως μετά το ωχ, ακολουθεί το βρε ή
το μωρέ.