γκαστρωμένη, ουσ. [θηλ. του επίθ. γκαστρωμένος], η έγκυος γυναίκα
ή άλλο θηλυκό: «μόλις βλέπει κάποια γκαστρωμένη στο λεωφορείο, σηκώνεται αμέσως
και της παραχωρεί τη θέση του || πάλι γκαστρωμένη είναι η σκυλίτσα μας». (Λαϊκό
τραγούδι: οι μπαγλαμάδες του μπουφέ είναι μαλαματένιοι· και του Τσιτσάνη η
γκόμενα μας ήρθε γκαστρωμένη)·
-
όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη, βλ. λ. γάμος·
-
όσο χορταίνει η φάβα από λάδι τόσο κι η γκαστρωμένη από χάδι, λέγεται,
γιατί κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης της γυναίκας, παρατηρείται αυξημένη
ερωτική διάθεση. Από το ότι το φαγητό φάβα, θέλει πολύ λάδι.