γκαμήλα, η,
ουσ. [<αρχ. κάμηλος <σημιτ. gamal], η καμήλα· βλ. και λ. καμήλα·
- αν δε γονάτιζε η γκαμήλα, δεν την εφορτώνανε, πολλές φορές εμείς οι ίδιοι
φταίμε για αυτά που παθαίνουμε: «συνεργάστηκες μαζί του και την πάτησες, σαν να
μην ήξερες πως ήταν απατεώνας, αλλά αν δε γονάτιζε η γκαμήλα, δεν την
εφορτώνανε»·
- η γκαμήλα, αν θέλει γομαράγκαθα, ας μακρύνει το
λαιμό της, όταν
θέλει κάποιος να αποκτήσει ή να πετύχει κάτι, πρέπει να ενεργοποιηθεί ο ίδιος
και να μην περιμένει από τους άλλους: «αν θέλεις αυτοκίνητο, δούλεψε για να τ’
αγοράσεις, εγώ θα στ’ αγοράσω; Η γκαμήλα αν θέλει γομαράγκαθα, ας μακρύνει το
λαιμό της, έτσι δεν είναι;»·
- η γκαμήλα δε βλέπει τη δική της καμπούρα, βλέπει
της αντικρινής της, οι
άνθρωποι δε βλέπουν τα δικά τους ελαττώματα και συνήθως σχολιάζουν τα
ελαττώματα των άλλων: «δε βλέπεις τα χάλια σου, που θα σχολιάσεις τη
συμπεριφορά μου; Αλλά συνήθως έτσι γίνεται. Η γκαμήλα δε βλέπει τη δική της
καμπούρα, βλέπει της αντικρινής της»·
- η γκαμήλα δεν κουτσαίνει απ’ τ’ αφτί, λέγεται για τους ισχυρούς
οικονομικά, που δεν ενοχλούνται από τις τυχόν ασήμαντες ζημιές που μπορεί να
πάθουν: «έχασε μερικά λεφτά σε μια δουλειά, αλλά δεν τον νοιάζει αυτόν το
βιομήχανο, γιατί η γκαμήλα δεν κουτσαίνει απ’ τ’ αφτί».