γκαϊλές, ο,
ουσ. [<τουρκ. gaile]. α. η στενοχώρια, ο
καημός, το βάσανο: «μην τον ενοχλείς, γιατί έχει γκαϊλέ, που δεν πέρασε ο γιος
του στο πανεπιστήμιο». β. ο ερωτικός καημός: «έχει γκαϊλέ μ’ αυτή τη
γυναίκα».
- άλλον γκαϊλέ δεν είχα! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχω! ή άλλον
γκαϊλέ δεν είχαμε! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχουμε! α. έκφραση
δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν
πως είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «άλλον γκαϊλέ δεν είχα να τρέχω για δικές
σου υποθέσεις, ενώ εγώ πνίγομαι στα προβλήματα! || αύριο έχουμε να πάμε στο
γάμο του τάδε. -Άλλον γκαϊλέ δεν έχουμε να τρέχω σ’ ένα γάμο που δε γνωρίζω το
γαμπρό!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε
εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου
ζήτησες: «έλα, σε παρακαλώ, να με βοηθήσεις στη μετακόμιση. -Άλλον γκαϊλέ δεν
είχα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Ο
πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. άλλη
σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα·
- δικό σου ψωμί τρως, ξένον γκαϊλέ τραβάς, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον
να μην ανακατεύεται, να μην ενδιαφέρεται για τις προσωπικές υποθέσεις των
άλλων: «τι σε νοιάζει εσένα, αν χωρίσει ή δε χωρίσει ο τάδε με τη γυναίκα του!
Δικό σου ψωμί τρως, ξένο γκαϊλέ τραβάς»·
- κι είχα έναν γκαϊλέ! ή κι έχω έναν γκαϊλέ! ή κι
είχαμε έναν γκαϊλέ! ή κι έχουμε έναν γκαϊλέ! δε με νοιάζει διόλου,
αδιαφορώ τελείως: «αν μαζευτούν πολλοί στο σπίτι του τάδε, εγώ θα φύγω. -Κι
είχα έναν γκαϊλέ!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Ο πλ. και
όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια
σκασίλα! λ. σκασίλα.