γκαζόζα, η,
ουσ. [<ιταλ. gasoso (= αεριούχος)], αεριούχο αναψυκτικό: «το καλοκαίρι με τη
ζέστα, η γκαζόζα έχει μεγάλη κατανάλωση»·
-
δεν πατλαντίζουμε γκαζόζες, μιλάμε σοβαρά, σοβαρολογούμε, δεν
αστειευόμαστε, δεν είμαστε παιδιά: «θέλω σωστές προτάσεις για την πρόοδο της
επιχείρησης, γιατί δεν πατλαντίζουμε γκαζόζες». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει
μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εδώ. Για συνών. βλ.
φρ. δεν παίζουμε τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
-
εμείς τι κάνουμε, γκαζόζες πατλαντίζουμε; γιατί υποτιμάς την ειδικότητά
μας, την τέχνη μας, τη δουλειά μας ή την εμπειρία μας από τη στιγμή που δεν
είμαστε καθόλου άσχετοι με αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: «ποιος σου είπε πως
είμαστε άσχετοι με την υπόθεση; Εμείς τι κάνουμε, γκαζόζες πατλαντίζουμε;». Από
τον ήχο που προκαλείται, όταν μετά το ταρακούνημα του μπουκαλιού αφαιρούμε το
καπάκι. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ.
προτάσσεται το καλά και μετά το ρ. της φρ. κάνουμε ακολουθεί το εδώ
ή το δηλαδή. Για συνών. βλ. φρ. εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες
παίζουμε; λ. κουμπάρα·
-
μ’ έτσουξε σαν γκαζόζα, λέγεται με δυσφορία για να δηλώσουμε το έντονο
πρόβλημα, την έντονη δυσκολία, που μας προκάλεσε κάποια ενέργειά μας: «πλήρωσα
τόσα πολλά λεφτά για την αγορά του οικοπέδου, που μ’ έτσουξε σαν γκαζόζα». Από
την εικόνα του ατόμου που προσπαθεί να πιει απνευστί την γκαζόζα που υπάρχει
μέσα στο μπουκάλι, και νιώθει δυσφορία από το τσούξιμο που του προκαλεί στο
λαιμό·
- τι νόμισες, γκαζόζες πατλαντίζουμε; λέγεται με ειρωνική διάθεση στην
περίπτωση που φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, ενώ κάποιος ή
κάποιοι μας θεωρούσαν εντελώς ανίκανους γι’ αυτό: «δεν περίμενα πως θα
τελείωνες τόσο γρήγορα τη δουλειά. -Τι νόμισες, γκαζόζες πατλαντίζουμε;». Ο πλ.
και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το
εμ. Για συνών. βλ. φρ. τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·