γιος, ο,
ουσ. [<αρχ. υἱός], ο γιος. (Ακολουθούν 15 φρ.)·
-
γιος ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα, όσο και να αγαπήσει κανείς
το γαμπρό του ή τη νύφη του, δε θα μπορέσει ποτέ να τους αγαπήσει όσο και το
παιδί του: «θα ήταν ψέμα αν υποστήριζα πως δεν αγαπώ το γαμπρό μου, όμως γιος ο
γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα»·
-
είναι γιος του πατέρα του, έχει πάρει όλα τα προσόντα ή όλα τα
ελαττώματα του πατέρα του, είναι ολόιδιος ο πατέρας του: «δείχνει πως θα γίνει
κι αυτός μεγάλος και τρανός, αφού είναι γιος του πατέρα του || πώς να μη γίνει
χαρτοπαίχτης αυτό το παιδί, αφού είναι γιος του πατέρα του»·
-
είναι μάνας γιος, βλ. λ. μάνα·
-
είναι πουτάνας γιος, βλ. λ. πουτάνα·
-
καλά, ποιος είσαι, ο γιος του γαμάω! βλ. φρ. καλά, ποιος είσαι, ο
γιος του πάρ’ τα όλα(!)·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του πάρ’ τα όλα! α. έκφραση θαυμασμού για άτομο που
έχει συνέχεια επιτυχίες στη δουλειά και στη ζωή του γενικά: «καλά, ποιος είσαι,
ρε παιδάκι μου, ο γιος του πάρ’ τα όλα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με
το είσαι. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε άτομο που
επιδιώκει να καρπωθεί όλα τα κέρδη ή όλες τις επιτυχίες από μια δουλειά ή από
μια υπόθεση, και βέβαια εμείς δεν είμαστε διατεθειμένοι να το αφήσουμε να
πραγματοποιήσει το σκοπό του. Αναφορά στο τυχερό παιχνίδι πάρ’ τα όλα·
-
κατά μάνα κατά κύρη, κάναμε και γιο Ζαφείρη ή κατά μάνα κατά κύρη,
κατά γιο και θυγατέρα ή κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και νοικοκύρη, βλ. λ. μάνα·
-
ο γιος του Αιόλου, βλ. συνηθέστ. ο γιος του ανέμου·
-
ο γιος του ανέμου, χαρακτηρισμός αθλητή ταχύτητας δρόμου, ιδίως μικρών
αποστάσεων, που είναι ταχύτατος: «ο Έλληνας σπρίντερ των διακοσίων μέτρων
Κώστας Κεντέρης, που έκανε την εμφάνισή του στους Ολυμπιακούς αγώνες του 2000
στο Σίδνεϊ, χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως ο γιος του ανέμου»·
-
πάει από πατέρα σε γιο ή πάει απ’ τον πατέρα στο γιο, βλ. λ. πατέρας·
-
περνάει από πατέρα σε γιο ή περνάει απ’ τον πατέρα στο γιο, βλ. λ. πατέρας·
-
πού είσαι, μάνα μου, να δεις το γιο σου! α. επίκληση απελπισίας
στη μητέρα μας, όταν βρισκόμαστε σε δεινή θέση. (Λαϊκό τραγούδι: εσύ, βρε
παλιοκόριτσο, με πήρες στο λαιμό σου. Πού είσαι, μάνα μου, να ιδείς το γιος
σου!). β. λέγεται και για τον εντελώς αντίθετο λόγο: «ε ρε,
δόξες και μεγαλεία! Πού είσαι, μάνα μου, να δεις το γιο σου!»· βλ. και φρ. πού
είσαι μάνα να με δεις! λ. μάνα·
-
πουτάνας γιος, βλ. λ. πουτάνα·
- σε παντρεύω γιε μου και κρίμα στα κουφέτα, βλ. λ. κουφέτο·
- της γερακίνας γιος, βλ. λ. γερακίνα.