γίνομαι, ρ.
[<μτγν. γίνομαι <αρχ. γίγνομαι], γίνομαι. 1. μεθώ: «με δυο τρία
ποτηράκια, γίνεται αμέσως». 2. (για χαρτοπαίγνιο) σχηματίζω όλους τους
συνδυασμούς με τα χαρτιά που κρατώ στα χέρια μου και κερδίζω το κόλπο: «έγινα
με το τελευταίο χαρτί που τράβηξα». 3. βολεύομαι, ικανοποιούμαι απόλυτα:
«απορώ μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί γίνεται με όποιο κόμμα κι αν έρθει στην
εξουσία || έγινα μ’ αυτά τα λεφτά που μου ’δωσες». Από τη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου.
4. (για καρπούς) μεστώνω, ωριμάζω: «δεν έγιναν ακόμα τα ροδάκινα || τα
σύκα γίνονται τον Αύγουστο». 5. (για φαγητά) τελειώνω με το βράσιμό μου
ή το τηγάνισμά μου, μαγειρεύομαι και είμαι έτοιμο για να το φάει κάποιος:
«έγινε, ρε μάνα, το φαγητό; || περιμένετε λίγο για να κρυώσει, γιατί μόλις
έγινε το φαγητό». 6. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) προμηθεύομαι το
ναρκωτικό μου: «μόλις έγινε ο δικός σου, κατευθείαν στο γρένι του να φτιαχτεί».
7. απρόσ. γίνεται, μπορεί να γίνει, μπορεί να πραγματοποιηθεί,
είναι δυνατό: «γίνεται να περάσουμε μέσα δυο άτομα μ’ ένα εισιτήριο; -Γίνεται».
8. απρόσ. σε ερωτηματικό ή θαυμαστικό τύπο γίνεται; ή γίνεται!
έκφραση απορίας ή θαυμασμού για κάτι που, ενώ δεν ήμασταν σίγουροι αν
μπορεί να πραγματοποιηθεί, εντούτοις, μπορεί να πραγματοποιηθεί, είναι δυνατό:
«εσείς οι δυο μπορείτε να μπείτε μέσα μ’ ένα εισιτήριο. -Γίνεται; || μ’ ένα
εισιτήριο μπορείς να βάλεις μέσα όλη την οικογένειά σου. -Γίνεται!». 9.
απρόσ. έγινε,δηλώνει αποδοχή, συμφωνία, συγκατάθεση του
συνομιλητή: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά θέλω να περάσεις απ’ το σπίτι μου.
-Έγινε». (Ακολουθούν 810 φρ.)·
-
αγάλια αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι, βλ. λ. αγουρίδα·
-
αν γίνεται, αν είναι επιτρεπτό, αν είναι μπορετό: «μπορώ να δω, αν
γίνεται, το διευθυντή του τμήματος; || αν γίνεται θα τον δεις»·
-
από γουρούνι δε γίνεται γούνα, βλ. λ. γουρούνι·
-
από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, βλ. λ. δουλειά·
-
από μικρή σπίθα, γίνεται μεγάλη πυρκαγιά, βλ. λ. σπίθα·
-
ας γίνει ό,τι γίνει, βλ. φρ. ό,τι γίνει ας γίνει·
- ας γίνει ό,τι θέλει ή ας γίνει ό,τι θέλει να γίνει,
βλ. φρ. ό,τι θέλει ας γίνει·
- ας γίνουν όλα στάχτη ,βλ. λ. στάχτη·
- ας γίνουν όλα στάχτη και μπούλμπερη, βλ. λ. στάχτη·
-
ας κάνει ό,τι θέλει ή ας κάνει ό,τι θέλει να κάνει, βλ. φρ. ό,τι
θέλει ας κάνει ή ό,τι θέλει να κάνει, ας κάνει·
-
ας λέει ό,τι θέλει ή ας λέει ό,τι θέλει να λέει, βλ. φρ. ό,τι
θέλει ας λέει·
-
ας πει ό,τι πει ή ας πει ό,τι θέλει να πει, βλ. φρ. ό,τι θέλει
ας πει·
-
αυτά δε γίνονται ούτε στα έργα! βλ. λ. έργο·
-
αυτά δε γίνονται ούτε στις ταινίες! βλ. λ. ταινία·
- αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά! βλ. λ. σινεμά·
-
αυτά δε γίνονται ούτε στον κινηματογράφο! βλ. λ. κινηματογράφος·
- για δε(ς) τι γίνεται στον κόσμο! βλ. λ. κόσμος·
-
για να γίνει η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
-
για να γίνεται κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
-
για να γίνεται μουχαμπέτι, βλ. λ. μουχαμπέτι·
-
γίναμε αμέρικαν μπαρ, βλ. λ. μπαρ·
-
γίναμε αντσούγιες ή γίναμε σαν τις αντσούγιες, βλ. λ. αντσούγια·
-
γίναμε από δυο χωριά ή γίναμε από δυο χωριά χωριάτες, βλ. λ.χωριό·
-
γίναμε από κούπες, βλ. λ. κούπα·
-
γίναμε βίδες, βλ. λ. βίδα·
-
γίναμε ένα μάτσο χάλια, βλ. λ. χάλι·
-
γίναμε ζευγάρι, βλ. λ. ζευγάρι·
-
γίναμε ζούγκλα, βλ. λ. ζούγκλα·
-
γίναμε θρύψαλα, βλ. λ. θρύψαλο·
-
γίναμε ιμάμ μπαϊλντί, βλ. λ. ιμάμ μπαϊλντί·
-
γίναμε κουλουβάχατα, βλ. λ. κουλουβάχατα·
-
γίναμε κώλος, βλ. λ. κώλος·
-
γίναμε μαλλιά κουβάρια, βλ. λ. μαλλί·
-
γίναμε μανέστρα, βλ. λ. μανέστρα·
-
γίναμε μαντάρα, βλ. λ. μαντάρα·
-
γίναμε με τα κρεμμυδάκια, βλ. λ. κρεμμυδάκι·
-
γίναμε μουνί, βλ. λ. μουνί·
-
γίναμε μουνί καλλιγραφίας, βλ. λ. μουνί·
-
γίναμε μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
-
γίναμε μπάχαλο, βλ. λ. μπάχαλο·
-
γίναμε μπίλιες, βλ. λ. μπίλιες·
-
γίναμε μπουρδέλο, βλ. λ. μπουρδέλο·
-
γίναμε μύλος, βλ. λ. μύλος·
-
γίναμε όλοι ίσα κι όμοια ή γίναμε όλοι ίσοι κι όμοιοι, βλ. λ. ίσος·
-
γίναμε πάτσι ή γίναμε πάτσι και πόστα, βλ. λ. πάτσι·
-
γίναμε πίτα, βλ. λ. πίτα·
-
γίναμε σαλάτα, βλ. λ. σαλάτα·
-
γίναμε σάντουιτς, βλ. λ. σάντουιτς·
-
γίναμε σαρδέλες ή γίναμε σαν τις σαρδέλες, βλ. λ. σαρδέλα·
-
γίναμε Σικάγο, βλ. λ. Σικάγο·
-
γίναμε σκατά, βλ. λ. σκατά·
-
γίναμε Σόδομα και Γόμορα, βλ. λ. Σόδομα και Γόμορα·
-
γίναμε τακίμια, βλ. λ. τακίμι·
-
γίναμε χάλια, βλ. λ. χάλι·
-
γίνε προφήτης και κράτα τα μισά ή γίνε προφήτης και πάρε τα μισά, βλ. λ. προφήτης·
-
γίνεται αλισβερίσι, βλ. λ. αλισβερίσι·
-
γίνεται βαβούρα, βλ. λ. βαβούρα·
-
γίνεται βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βαρίδι·
-
γίνεται γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
-
γίνεται γνωστό ότι…, βλ. λ. γνωστός·
-
γίνεται; δε γίνεται! ερώτηση και απάντηση από το ίδιο άτομο, που δηλώνει
αμφισβήτηση ή άρνηση: «πώς μπορείτε να περάσετε κι οι δυο μ’ ένα εισιτήριο
μέσα. Γίνεται; δε γίνεται!»·
-
γίνεται δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
γίνεται ένα δράμα, βλ. λ. δράμα·
-
γίνεται ένα σώμα, βλ. λ. σώμα·
-
γίνεται (έτσι) δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
-
γίνεται ζούρλα, βλ. λ. ζούρλα·
-
γίνεται (ή) δε γίνεται; κατηγορηματική ερώτηση που απαιτεί κατηγορηματική
απάντηση για το αν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί κάτι: «άσε τα πολλά λόγια
και πες μου. Γίνεται ή δε γίνεται να μπούμε κι οι δυο μέσα μ’ ένα εισιτήριο; ||
γίνεται ή δε γίνεται να μου τελειώσεις τη δουλειά στα χρονικά περιθώρια που σου
ζητάω;»·
-
γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
-
γίνεται η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
γίνεται η δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
-
γίνεται καρναβάλι, βλ. λ. καρναβάλι·
-
γίνεται κατακλυσμός, βλ. λ. κατακλυσμός·
-
γίνεται λαϊκό προσκύνημα, βλ. λ. προσκύνημα·
-
γίνεται λόγος, βλ. λ. λόγος·
-
γίνεται μανούρα, βλ. λ. μανούρα·
-
γίνεται να…, α. μπορεί να πραγματοποιηθεί, είναι δυνατό να…:
«γίνεται να έρθω αύριο στη δουλειά δυο ώρες πιο αργά; || γίνεται να έρθω κι εγώ
μαζί σας;». β. είναι πρέπον, αρμόζει να…: «εσύ παιδί από σπίτι γίνεται
να κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες;»·
-
γίνεται νταβαντούρι, βλ. λ. νταβαντούρι·
-
γίνεται νταραβέρι, βλ. λ. νταραβέρι·
-
γίνεται ντόρος, βλ. λ. ντόρος·
-
γίνεται ουρά, βλ. λ. ουρά·
-
γίνεται παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
-
γίνεται παιχνίδι κέντρου, βλ. λ. παιχνίδι·
-
γίνεται πανηγύρι, βλ. λ. πανηγύρι·
-
γίνεται πάντα το δικό του, βλ. λ. δικός·
-
γίνεται παρέλαση, βλ. λ. παρέλαση·
-
γίνεται πάταγος, βλ. λ. πάταγος·
-
γίνεται πλέι, βλ. λ. πλέι·
-
γίνεται πολύς θόρυβος, βλ. λ. θόρυβος·
-
γίνεται πολύς λόγος, βλ. λ. λόγος·
-
γίνεται πολύς ντόρος, βλ. λ. ντόρος·
-
γίνεται σκοτωμός, βλ. λ. σκοτωμός·
-
γίνεται στο πόδι (κάτι), βλ. λ. πόδι·
-
γίνεται συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
-
γίνεται σφαγή, βλ. λ. σφαγή·
-
γίνεται σώμα, βλ. λ. σώμα·
-
γίνεται το αγίνωτο, βλ. λ. αγίνωτος·
-
γίνεται το μάλε βράσε, βλ. λ. μάλε βράσε·
-
γίνεται φασαρία, βλ. λ. φασαρία·
-
γίνεται φάση, βλ. λ. φάση·
-
γίνεται χοντρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
-
γίνεται χοντρό χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
-
γίνεται χωριό, βλ. λ. χωριό·
-
γίνεται ψηλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
-
γίνεται ψιλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- γίνεται ψιλό χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
-
γίνομαι άγαλμα, βλ. λ. άγαλμα·
-
γίνομαι αλεπουδόπουλος, βλ. λ. αλεπουδόπουλος·
-
γίνομαι αλιάδα, βλ. λ. αλιάδα·
-
γίνομαι άλλος άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
-
γίνομαι άλογο, βλ. λ. άλογο·
-
γίνομαι αλοιφή, βλ. λ. αλοιφή·
-
γίνομαι ανάστα, βλ. λ. ανάστα·
-
γίνομαι ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα·
-
γίνομαι ανθιστός, βλ. λ. ανθιστός·
-
γίνομαι άνθρωπος (σωστός), βλ. λ. άνθρωπος·
-
γίνομαι άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
-
γίνομαι αρχαίος, βλ. λ. αρχαίος·
-
γίνομαι αφορμή, βλ. λ. αφορμή·
-
γίνομαι βαπόρι, βλ. λ. βαπόρι·
-
γίνομαι βάρος (σε κάποιον), βλ. λ. βάρος·
-
γίνομαι βασιλικότερος του βασιλέως, βλ. λ. βασιλιάς·
-
γίνομαι βίδες, βλ. λ. βίδα·
-
γίνομαι βούκινο, βλ. λ. βούκινο·
-
γίνομαι γάγγραινα, βλ. λ. γάγγραινα·
-
γίνομαι γκάιντα, βλ. λ. γκάιντα·
-
γίνομαι γκολ, βλ. λ. γκολ·
-
γίνομαι γκον, βλ. λ. γκον·
-
γίνομαι γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
-
γίνομαι διπλός, βλ. λ. διπλός·
-
γίνομαι δυο δίπλες, βλ. λ. δίπλα·
-
γίνομαι δυο κάτια, βλ. λ. κάτι·
-
γίνομαι δυο κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
-
γίνομαι Εβραίος, βλ. λ. Εβραίος·
-
γίνομαι εκτός εαυτού, βλ. λ. εαυτός·
-
γίνομαι ένα (με κάποιον ή με κάτι), βλ. λ. ένας·
-
γίνομαι ένα και το αυτό (με κάποιον ή με κάτι), βλ. λ. ένας·
-
γίνομαι ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
-
γίνομαι ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
-
γίνομαι έξω φρενών, βλ. λ. φρένες·
-
γίνομαι ηφαίστειο, βλ. λ. ηφαίστειο·
-
γίνομαι θέαμα ή γίνομαι δημόσιο θέαμα, βλ. λ. θέαμα·
-
γίνομαι θέατρο, βλ. λ. θέατρο·
-
γίνομαι θηρίο (ανήμερο), βλ. λ. θηρίο·
-
γίνομαι θυσία, βλ. λ. θυσία·
-
γίνομαι κακός, βλ. λ. κακός·
-
γίνομαι κακός γιαράς, βλ. λ. γιαράς·
-
γίνομαι καλά, βλ. λ. καλός·
-
γίνομαι καλός, βλ. λ. καλός·
-
γίνομαι καπνός, βλ. λ. καπνός1·
-
γίνομαι καρναβάλι, βλ. λ. καρναβάλι·
-
γίνομαι κασάτο, βλ. λ. κασάτο·
-
γίνομαι κατσί, βλ. λ. κατσί·
-
γίνομαι κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
-
γίνομαι κιμάς, βλ. λ. κιμάς·
-
γίνομαι κιμάς (με κάποιον), βλ. λ. κιμάς·
-
γίνομαι κοκίτης, βλ. λ. κοκίτης·
-
γίνομαι κόκκινος παντζάρι ή γίνομαι κόκκινος σαν (το) παντζάρι, βλ. λ. παντζάρι·
-
γίνομαι κόκκινος παπαρούνα ή γίνομαι κόκκινος σαν (την) παπαρούνα, βλ. λ. παπαρούνα·
-
γίνομαι κόκκινος τριαντάφυλλο ή γίνομαι κόκκινος σαν (το)
τριαντάφυλλο, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
-
γίνομαι κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
-
γίνομαι κουβάρι, βλ. λ. κουβάρι·
-
γίνομαι κουδούνι, βλ. λ. κουδούνι·
-
γίνομαι κουκλοθέατρο, βλ. λ. κουκλοθέατρο·
-
γίνομαι κουνουπίδι, βλ. λ. κουνουπίδι·
-
γίνομαι κουρέλι, βλ. λ. κουρέλι·
-
γίνομαι κουρμπάνι, βλ. λ. κουρμπάνι·
-
γίνομαι κροκόδειλος, βλ. λ. κροκόδειλος·
-
γίνομαι κύριος της καταστάσεως, βλ. λ. κατάσταση·
-
γίνομαι κύριος του παιχνιδιού, βλ. λ. παιχνίδι·
-
γίνομαι λάσπη, βλ. λ. λάσπη·
-
γίνομαι λάστιχο, βλ. λ. λάστιχο·
-
γίνομαι λέσι, βλ. λ. λέσι·
-
γίνομαι λιάδα, βλ. λ. λιάδα·
-
γίνομαι λιώμα, βλ. λ. λιώμα·
-
γίνομαι λούτσα, βλ. λ. λούτσα·
-
γίνομαι μάγκας, βλ. λ. μάγκας·
-
γίνομαι μαντάρα, βλ. λ. μαντάρα·
-
γίνομαι μαστούρι, βλ. λ. μαστούρι·
-
γίνομαι μητέρα, βλ. λ. μητέρα·
-
γίνομαι μούσκεμα, βλ. λ. μούσκεμα·
-
γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα, βλ. λ. ιδρώτας·
-
γίνομαι μουσκίδι, βλ. λ. μουσκίδι·
-
γίνομαι μπαλάκι στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαλάκι·
-
γίνομαι μπαούλο, βλ. λ. μπαούλο·
-
γίνομαι μπαρούτι, βλ. λ. μπαρούτι·
-
γίνομαι μπίλιες, βλ. λ. μπίλια·
-
γίνομαι μπουρλότο, βλ. λ. μπουρλότο·
-
γίνομαι νοικοκύρης, βλ. λ. νοικοκύρης·
-
γίνομαι νούμερο, βλ. λ. νούμερο·
-
γίνομαι νταούλι, βλ. λ. νταούλι·
- γίνομαι ντέφι, βλ. λ. ντέφι·
-
γίνομαι ντίρλα, βλ. λ. ντίρλα·
-
γίνομαι ντουέτο (με κάποιον), βλ. λ. ντουέτο·
-
γίνομαι όνομα, βλ. λ. όνομα·
-
γίνομαι οπερέτα, βλ. λ. οπερέτα·
-
γίνομαι παγοκολόνα, βλ. λ. παγοκολόνα·
-
γίνομαι παγωτό, βλ. λ. παγωτό·
-
γίνομαι παϊτόνι, βλ. λ. παϊτόνι·
- γίνομαι Παναγία, βλ. λ. Παναγία·
-
γίνομαι παπί, βλ. λ. παπί·
-
γίνομαι πατάτα, βλ. λ. πατάτα·
-
γίνομαι πατέρας, βλ. λ. πατέρας·
-
γίνομαι πατίνι, βλ. λ. πατίνι·
-
γίνομαι περδίκι, βλ. λ. περδίκι·
-
γίνομαι πίτα, βλ. λ. πίτα·
-
γίνομαι πίτας, βλ. λ. πίτας·
-
γίνομαι ποδήλατο, βλ. λ. ποδήλατο·
-
γίνομαι πουλόπουλος, βλ. λ. πουλόπουλος·
-
γίνομαι πούλος, βλ. λ. πούλος·
-
γίνομαι πτώμα, βλ. λ. πτώμα·
-
γίνομαι ράκος, βλ. λ. ράκος·
-
γίνομαι ρετάλι, βλ. λ. ρετάλι·
-
γίνομαι ρημάδι, βλ. λ. ρημάδι·
-
γίνομαι ρημαδιό, βλ. λ. ρημαδιό·
-
γίνομαι σαν τον άγιο ή γίνομαι σαν τον άγιο Ονούφριο, βλ. λ. άγιος·
-
γίνομαι σαν τον όσιο Ονούφριο, βλ. λ. όσιος·
-
γίνομαι σκάρτος, βλ. λ. σκάρτος·
-
γίνομαι σκαστός, βλ. λ. σκαστός·
-
γίνομαι σκατά, βλ. λ. σκατά·
-
γίνομαι σκνίπα, βλ. λ. σκνίπα·
-
γίνομαι σκνίπας, βλ. λ. σκνίπας·
-
γίνομαι σκόνη, βλ. λ. σκόνη·
-
γίνομαι σμπαράλια, βλ. λ. σμπαράλια·
-
γίνομαι σούπα, βλ. λ. σούπα·
-
γίνομαι σούρα, βλ. λ. σούρα·
-
γίνομαι σούργελο, βλ. λ. σούργελο·
-
γίνομαι σπανακόπιτα, βλ. λ. σπανακόπιτα·
-
γίνομαι σταφίδα, βλ. λ. σταφίδα·
-
γίνομαι στουπί, βλ. λ. στουπί·
-
γίνομαι στόχος, βλ. λ. στόχος·
-
γίνομαι συντρίμμια, βλ. λ. συντρίμμι·
-
γίνομαι τάβλα, βλ. λ. τάβλα·
-
γίνομαι τάπα, βλ. λ. τάπα·
-
γίνομαι τέζα, βλ. λ. τέζα·
-
γίνομαι της Αναλήψεως, βλ. λ. Αναλήψεως·
-
γίνομαι τούνγκα, βλ. λ. τούνγκα·
-
γίνομαι Τούρκος, βλ. λ. Τούρκος·
-
γίνομαι τούρμπο, βλ. λ. τούρμπο·
-
γίνομαι τούρνα, βλ. λ. τούρνα·
-
γίνομαι τύφλα, βλ. λ. τύφλα·
- γίνομαι τύφλας, βλ. λ. τύφλας·
-
γίνομαι υπό, βλ. λ. υπό·
-
γίνομαι φέσι, βλ. λ. φέσι·
-
γίνομαι φέτα, βλ. λ. φέτα·
-
γίνομαι φίνος, βλ. λ. φίνος·
-
γίνομαι φωτιά και λαύρα, βλ. λ. λάβρα·
-
γίνομαι χάι, βλ. λ. χάι·
-
γίνομαι χάλια, βλ. λ. χάλι·
-
γίνομαι χίλια κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
-
γίνομαι χύμα, βλ. λ. χύμα·
-
γίνονται πράματα και θάματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
γίνονται σημεία και τέρατα ή γίνονται τέρατα και σημεία, βλ. λ. σημείο·
-
γίνονται Σόδομα και Γόμορα, βλ. λ. Σόδομα και Γόμορα·
-
γίνονται φασαρίες, βλ. λ. φασαρία·
-
γιος ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα, βλ. λ. γιος·
-
γούστο μου θα γίνει; (για καταστάσεις ή συνήθειες) βλ. λ. γούστο·
-
γούστο μου θα γίνεις; (για πρόσωπα) βλ. λ. γούστο·
- δε γίνεται, κατηγορηματική άρνηση: «μπορώ να μπω μέσα; -Δε
γίνεται». Σε περίπτωση επιμονής, της φρ. προτάσσεται το είπα ή το λέμε:
«μα άφησέ με να μπω μέσα. -Είπα, δε γίνεται»·
- δε
γίνεται να…, α.
δεν μπορεί να
πραγματοποιηθεί, γιατί υπάρχουν διάφορες δυσκολίες ή απαγορεύσεις: «δε γίνεται
να σου δώσω τα λεφτά που ζητάς, γιατί απλώς δεν τα έχω || δε γίνεται να περάσει
κανείς μέσα, γιατί απαγορεύεται». β. σε ερωτηματικό τύπο, μήπως μπορεί
να πραγματοποιηθεί, είναι δυνατό(;): «δε γίνεται να μ’ αφήσεις να περάσω μέσα;»·
-
δε γίνεται αλλιώς, δεν υπάρχει εναλλακτική λύση: «για να μπορέσεις να
πάρεις δάνειο, θα πρέπει να βάλεις υποθήκη το σπίτι σου, γιατί δε γίνεται
αλλιώς». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε πράγμα στον καιρό του και τον Αύγουστο
κολιός, στη ζωή έγινε νόμος και δε γίνεται αλλιώς)·
-
δε γίνεται έτσι δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
δε γίνεται έτσι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
δε γίνεται ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
-
δε γίνεται θέμα, βλ. λ. θέμα·
-
δε γίνεται καλά με τίποτα, (για πρόσωπα) α. βρίσκεται στο έσχατο
όριο της διαφθοράς και δεν υπάρχει περίπτωση να επανέλθει στο σωστό δρόμο:
«έπεσαν απάνω του όλοι οι συγγενείς να τον συμβουλεύσουν, αλλά αυτός είναι τόσο
πολύ μπλεγμένος με την αλητεία, που δε γίνεται καλά με τίποτα». β.
βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου, είναι βέβαιο ότι θα πεθάνει: «οι γιατροί
αποφάσισαν πως δε γίνεται καλά με τίποτα». γ. (για μηχανήματα) δεν
επιδέχεται επιδιόρθωση: «έφαγε τέτοια τράκα τ’ αυτοκίνητο, που δε γίνεται καλά
με τίποτα». δ. (για δουλειές ή υποθέσεις) δεν επιδέχεται βελτίωση: «όπως
την έκανες τη δουλειά, δε γίνεται καλά με τίποτα»·
-
δε γίνεται κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
-
δε γίνεται λόγος, βλ. λ. λόγος·
-
δε γίνεται ομελέτα, χωρίς να σπάσεις αβγά, βλ. λ. ομελέτα·
-
δε γίνεται παρά να…, βλ. λ. παρά·
-
δε γίνεται συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
-
δε γίνεται τίποτα, δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθεί λύση ή να διευθετηθεί
κάτι: «δεν μπορούμε να βρούμε ένα τρόπο να συμφωνήσουμε; -Δε γίνεται τίποτα».
Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το δυστυχώς·
-
δε γίνεται τράμπα με σκατά ή με σκατά δε γίνεται τράμπα ή με
σκατά τράμπα δε γίνεται, βλ. λ. τράμπα·
-
δε γίνεται χωριό, βλ. λ. χωριό·
-
δε θα γίνω (και) χίλια κομμάτια! βλ. λ. κομμάτι·
-
δεν έγινε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν έγινε κι η συντέλεια του
κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
-
δεν έγινε τίποτα, α. δεν υπήρξε κάποιο αποτέλεσμα: «προσπάθησα να
τον πείσω ν’ αποσύρει τη μήνυση, αλλά δεν έγινε τίποτα». β. δεν πειράζει
(ανάλογα με την περίπτωση και με τον τόνο της φωνής λέγεται και με ειρωνική
διάθεση): «αχ, μωρέ φιλαράκι μου, δεν μπόρεσα να ’ρθω να σε βοηθήσω. -Δεν έγινε
τίποτα || αχ, σας πάτησα! -Δεν έγινε τίποτα»·
-
δεν μπορεί να γίνει χωριό, βλ. λ. χωριό·
-
δεν ξέρει τι του γίνεται, α. είναι εντελώς αποδιοργανωμένος: «πώς
να προκόψει, αφού δεν ξέρει τι του γίνεται στη δουλειά του!». β. ενεργεί
ή συμπεριφέρεται εντελώς παράλογα: «μην τον συνερίζεσαι γι αυτά που κάνει,
γιατί έχει τόσα προβλήματα, που δεν ξέρει τι του γίνεται»·
-
Εβραίοι, γουρούνια, θα γίνεται σαπούνια, βλ. λ. Εβραίος·
-
έγινα αρχιστράτηγος, βλ. λ. αρχιστράτηγος·
-
έγινα ζάντα, βλ. λ. ζάντα·
-
έγινα κουκουβάγια, βλ. λ. κουκουβάγια·
-
έγινα κουρούμπελο, βλ. λ. κουρούμπελο·
-
έγινα κώλος, βλ. λ. κώλος·
-
έγινα ναύαρχος, βλ. λ. ναύαρχος·
-
έγινα νταντέλα, βλ. λ. νταντέλα·
-
έγινα ντουμάνι, βλ. λ. ντουμάνι·
-
έγινα παζλ, βλ. λ. παζλ·
-
έγινα ρόμπα, βλ. λ. ρόμπα·
-
έγινα σαν βαρέλι, βλ. λ. βαρέλι·
-
έγινα σαν βόδι, βλ. λ. βόδι·
-
έγινα (σαν) μουνί, βλ. λ. μουνί·
-
έγινα (σαν) μουνί καλλιγραφίας, βλ. λ. μουνί·
-
έγινα(σαν) μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- έγινα σαν ντουλάπα, βλ. λ. ντουλάπα·
- έγινα σκατά ολέ, βλ. συνηθέστ. έγινα σκατέ ολέ,
βλ. λ. σκατέ·
-
έγινα τόφαλος, βλ. λ. τόφαλος·
-
έγινα τσίρκο, βλ. λ. τσίρκο·
-
έγινα φανέλα, βλ. λ. φανέλα·
-
έγινα χότζας, βλ. λ. χότζας·
-
έγιναν ένα σώμα, βλ. λ. σώμα·
-
έγιναν μάλε βράσε, βλ. λ. μάλε βράσε·
-
έγιναν όλα καθωσπρέπει, βλ. λ. καθωσπρέπει·
-
έγιναν όλα καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
-
έγιναν όλα καλά κι όσια, βλ. λ. όσιος·
-
έγιναν όλα κάρβουνο, βλ. λ. κάρβουνο·
-
έγιναν όλα κεραμιδαριό, βλ. λ. κεραμιδαριό·
-
έγιναν όλα μέλι γάλα, βλ. λ. γάλα·
-
έγιναν όλα στάχτη, βλ. λ. στάχτη·
-
έγιναν όλα στάχτη και μπούλμπερη, βλ. λ. στάχτη·
-
έγιναν σαν της γριάς τα μαλλιά ή έγιναν σαν της γριάς το μαλλί, βλ. λ. γριά·
-
έγιναν σαν της τρελής τα μαλλιά ή έγιναν σαν της τρελής το μαλλί, βλ. λ. τρελός·
-
έγιναν σκορποχώρι, βλ. λ. σκορποχώρι·
-
έγιναν σπανακόπιτα, βλ. λ. σπανακόπιτα·
-
έγιναν τα νεύρα μου ζαρτιέρες, βλ. λ. νεύρο·
-
έγιναν τα νεύρα μου κουρέλι, βλ. λ. νεύρο·
-
έγιναν τα νεύρα μου σμπαράλια, βλ. λ. νεύρο·
-
έγιναν τα νεύρα μου τιράντες, βλ. λ. νεύρο·
-
έγιναν τα νεύρα μου τσατάλια, βλ. λ. νεύρο·
-
έγιναν ταίρι, βλ. λ. ταίρι·
-
έγιναν τρομερά πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
έγιναν φοβερά πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
έγιναν χαλκομανία, βλ. λ. χαλκομανία·
-
έγινε αέρας, βλ. λ. αέρας·
-
έγινε αεριωθούμενο, βλ. λ. αεριωθούμενο·
-
έγινε αεροπλάνο, βλ. λ. αεροπλάνο·
-
έγινε αίμα και άμμος, βλ. λ. αίμα·
-
έγινε ακορντεόν, βλ. λ. ακορντεόν·
-
έγινε άλλος τόσος, βλ. λ. άλλος·
-
έγινε αμέρικαν μπαρ, βλ. λ. μπαρ·
-
έγινε ανάστα ή έγινε ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα·
-
έγινε ανατολικό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
-
έγινε άνθρωπος! βλ. λ. άνθρωπος·
-
έγινε από σόι, βλ. λ. σόι·
-
έγινε αρένα, βλ. λ. αρένα·
-
έγινε αρνάκι, βλ. λ. αρνάκι·
-
έγινε αρνί, βλ. λ. αρνί·
-
έγινε άσπρος απ’ το φόβο του, βλ. λ. φόβος·
- έγινε άσπρος σαν (την) κιμωλία, βλ. λ. κιμωλία·
- έγινε άσπρος σαν (το) κερί, βλ. λ. κερί·
-
έγινε άσπρος σαν (το) πανί, βλ. λ. πανί·
-
έγινε άσπρος σαν (το) χασέ(ς), βλ. λ. χασές·
-
έγινε αστραπή, βλ. λ. αστραπή·
-
έγινε άφαντο, (για πράγματα) βλ. λ. άφαντος·
-
έγινε άφαντος, βλ. λ. άφαντος·
-
έγινε Βιετνάμ, βλ. λ. Βιετνάμ·
-
έγινε βούκινο, βλ. λ. βούκινο·
-
έγινε βουτηχτός, βλ. λ. βουτηχτός·
-
έγινε γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
-
έγινε γιάγμα, (για εμπορεύματα), βλ. λ. γιάγμα·
-
έγινε γιορτή, βλ. λ. γιορτή·
-
έγινε γλέντι, βλ. λ. γλέντι·
-
έγινε γνωστός, βλ. λ. γνωστός·
-
έγινε Δευτέρα Παρουσία, βλ. λ. Δευτέρα Παρουσία·
-
έγινε δεύτερη φύση του, βλ. λ. φύση·
-
έγινε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, βλ. λ. πόλεμος·
-
έγινε δική μου, (για γυναίκες), βλ. λ. δικός·
-
έγινε δυο κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
-
έγινε δώσ’ και σε μένα μπάρμπα ή έγινε δώσε και μένα μπάρμπα, βλ. λ. μπάρμπας·
-
έγινε ελάφι, βλ. λ. ελάφι·
-
έγινε (ένα) ερείπιο, βλ. λ. ερείπιο·
-
έγινε ένα μάτσο σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
-
έγινε ένα όνειρο (για κάποιον κάτι), βλ. λ. όνειρο·
-
έγινε ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
-
έγινε η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
έγινε η ζωή μου κόλαση, βλ. λ. ζωή·
-
έγινε η ζωή μου μαρτύριο, βλ. λ. ζωή·
-
έγινε η ζωή μου μαύρη, βλ. λ. ζωή·
-
έγινε η καρδιά μου καρβουνιάρικο, βλ. λ. καρδιά·
-
έγινε η καρδιά μου κομμάτια, βλ. λ. καρδιά·
-
έγινε η καρδιά μου μπαξές, βλ. λ. καρδιά·
-
έγινε η καρδιά μου περιβόλι, βλ. λ. καρδιά·
-
έγινε η κουτσή, βλ. λ. κουτσός·
-
έγινε η νύχτα μέρα, βλ. λ. μέρα·
-
έγινε η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου, βλ. λ. νύχτα·
-
έγινε η σέντρα, βλ. λ. σέντρα·
-
έγινε η στραβή, βλ. λ. στραβός·
-
έγινε η συντέλεια (του κόσμου), βλ. λ. συντέλεια·
-
έγινε η σφαγή των Αρμενίων, βλ. λ. Αρμένης·
-
έγινε η ψυχή μου κουβάρι, βλ. λ. ψυχή·
-
έγινε θέμα, βλ. λ. θέμα·
-
έγινε θρήνος, βλ. λ. θρήνος·
-
έγινε θρήνος (κλαυθμός) και οδυρμός, βλ. λ. θρήνος·
-
έγινε και κάτσε καλά, βλ. λ. καλός·
-
έγινε κάποιος, βλ. λ. κάποιος·
-
έγινε κάρβουνο, βλ. λ. κάρβουνο·
-
έγινε καρφωτή, βλ. λ. καρφωτή·
-
έγινε κατακλυσμός, βλ. λ. κατακλυσμός·
-
έγινε κεραμιδαριό, βλ. λ. κεραμιδαριό·
-
έγινε κίτρινος απ’ το φόβο του, βλ. λ. φόβος·
-
έγινε κίτρινος σαν (το) κερί, βλ. λ. κερί·
-
έγινε κίτρινος σαν (το) λεμόνι, βλ. λ. λεμόνι·
-
έγινε κίτρινος σαν (το) φλουρί, βλ. λ. φλουρί·
-
έγινε κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
-
έγινε κόκκινος από ντροπή ή έγινε κόκκινος απ’ την ντροπή του, βλ. λ. ντροπή·
-
έγινε κόκκινος από θυμό ή έγινε κόκκινος απ’ το θυμό του, βλ. λ.θυμός·
-
έγινε κομήτης, βλ. λ. κομήτης·
-
έγινε κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
-
έγινε κομφούζιο, βλ. λ. κομφούζιο·
-
έγινε κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
-
έγινε κυπριακό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
-
έγινε κώλος, βλ. λ. κώλος·
-
έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, βλ. λ. δουλειά·
-
έγινε κώλος το πράμα ή το πράμα έγινε κώλος, βλ. λ. κώλος·
-
έγινε λαγός, βλ. λ. λαγός·
-
έγινε λαδιά, βλ. λ. λαδιά·
-
έγινε λαμπάδα, βλ. λ. λαμπάδα·
-
έγινε λάσπη η δουλειά ή η δουλειά έγινε λάσπη, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε Λίβανος, βλ. λ. Λίβανος·
-
έγινε Λούης, βλ. λ. Λούης·
-
έγινε μαϊμού η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαϊμού, βλ. λ. δουλειά·
-
έγινε μακαρίτης, βλ. λ. μακαρίτης·
-
έγινε μακελειό, βλ. λ. μακελειό·
-
έγινε μάλε βράσε, βλ. λ. μάλε βράσε·
-
έγινε μαμούκαλα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαμούκαλα, βλ. λ.δουλειά·
-
έγινε μαμουνιά, βλ. λ. μαμουνιά·
-
έγινε μαντάρα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαντάρα, βλ. λ. δουλειά·
-
έγινε μαύρη σαν καλιακούδα, βλ. λ. καλιακούδα·
-
έγινε μαύρος κατράμι ή έγινε μαύρος σαν κατράμι ή έγινε μαύρος
σαν το κατράμι, βλ. λ. κατράμι·
-
έγινε μαύρος σαν κόρακας ή έγινε μαύρος σαν τον κόρακα, βλ. λ. κόρακας·
-
έγινε μαύρος πίσσα ή έγινε μαύρος σαν πίσσα ή έγινε μαύρος σαν
την πίσσα, βλ. λ. πίσσα·
-
έγινε μαύρος σαν τηγάνι ή έγινε μαύρος σαν το τηγάνι, βλ. λ. τηγάνι·
-
έγινε μαύρος σαν τσουκάλι ή έγινε μαύρος σαν το τσουκάλι, βλ. λ.τσουκάλι·
-
έγινε μάχη, βλ. λ. μάχη·
-
έγινε μεγάλο κακό, βλ. λ. κακός·
-
έγινε μεγάλο φονικό, βλ. λ. φονικό·
-
έγινε μεγάλος, βλ. λ. μεγάλος·
-
έγινε μεγάλος και πολύς, βλ. λ. μεγάλος·
-
έγινε μεγάλος και τρανός, βλ. λ. μεγάλος·
-
έγινε μέγας και πολύς, βλ. λ. μέγας·
-
έγινε μεσανατολικό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
-
έγινε μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
-
έγινε μουνί η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί, βλ. λ. δουλειά·
-
έγινε μουνί καλλιγραφίας η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί
καλλιγραφίας, βλ. λ. δουλειά·
-
έγινε μουνί καπέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καπέλο, βλ. λ. δουλειά·
-
έγινε μπαίγνιο στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαίγνιο·
-
έγινε μπαμ, βλ. λ. μπαμ·
-
έγινε μπάχαλο, βλ. λ. μπάχαλο·
-
έγινε μπάχαλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπάχαλο, βλ. λ. μπάχαλο·
-
έγινε μπέρδεμα, βλ. λ. μπέρδεμα·
-
έγινε μπουρδέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπουρδέλο, βλ. λ.μπουρδέλο·
-
έγινε μπουρλότο, βλ. λ. μπουρλότο·
-
έγινε μπουχός, βλ. λ. μπουχός·
-
έγινε μύλος, βλ. λ. μύλος·
-
έγινε μύλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε μύλος, βλ. λ. δουλειά·
-
έγινε νιανιά η δουλειά ή η δουλειά έγινε νιανιά, βλ. λ. νιανιά·
-
έγινε νόμος, βλ. λ. νόμος·
-
έγινε νοσοκομείο, βλ. λ. νοσοκομείο·
-
έγινε νταβανάς, βλ. λ. νταβανάς·
-
έγινε νύχτα (κάτι), βλ. λ. νύχτα·
-
έγινε ο άνθρωπος της ημέρας, βλ. λ. άνθρωπος·
-
έγινε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο ή έγινε ο κώλος μου σαν τάλιρο ή έγινε
ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, βλ. λ. κώλος·
-
έγινε ο τάφος του, βλ. λ. τάφος·
-
έγινε ο χαμός, βλ. λ. χαμός·
-
έγινε ο χαμός του Δράμαλη, βλ. λ. χαμός
-
έγινε ομηρικό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
-
έγινε παιχνιδάκι στα χέρια του (της), βλ. λ. παιχνιδάκι·
-
έγινε παιχνίδι στα χέρια του (της), βλ. λ. παιχνίδι·
-
έγινε Παναής, βλ. λ. Παναής·
-
έγινε πανηγύρι, βλ. λ. πανηγύρι·
-
έγινε πανί, βλ. λ. πανί·
-
έγινε παρανάλωμα του πυρός, βλ. λ. παρανάλωμα·
-
έγινε παρανάλωμα της φωτιάς, βλ. λ. παρανάλωμα·
-
έγινε πάταγος, βλ. λ. πάταγος·
-
έγινε πατατράκ, βλ. λ. πατατράκ·
-
έγινε πατιρντί, βλ. λ. πατιρντί·
-
έγινε πετρέλαιο (κάτι), βλ. λ. πετρέλαιο·
- έγινε πετρέλαιο η δουλειά ή η δουλειά έγινε πετρέλαιο, βλ. λ. δουλειά·
-
έγινε πετσί και κόκαλο, βλ. λ. πετσί·
-
έγινε πίτα, (για πράγματα, ιδίως για αυτοκίνητα), βλ. λ. πίτα·
-
έγινε πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
-
έγινε πολύ κακό για το τίποτα, βλ. λ. κακός·
-
έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, βλ. λ. θόρυβος·
-
έγινε πολύς λόγος για το τίποτα, βλ. λ. λόγος·
-
έγινε πολύς ντόρος για το τίποτα, βλ. λ. ντόρος·
-
έγινε πουλάκι, βλ. λ. πουλάκι·
-
έγινε πουλί, βλ. λ. πουλί·
- έγινε πουστιά, βλ. λ. πουστιά·
-
έγινε πραγματικότητα (κάτι), βλ. λ. πραγματικότητα·
-
έγινε πράσινη ή έγινε η πράσινη, βλ. λ. πράσινη·
-
έγινε πράσινος απ’ τη ζήλια του, βλ. λ. ζήλια·
-
έγινε πράσινος απ’ το κακό του, βλ. λ. κακός·
-
έγινε πυρ και μανία, βλ. λ. πυρ·
-
έγινε πύραυλος, βλ. λ. πύραυλος·
-
έγινε πυροτέχνημα, βλ. λ. πυροτέχνημα·
-
έγινε ρεζίλι, βλ. λ. ρεζίλι·
-
έγινε ρεζίλι της κοινωνίας, βλ. λ. ρεζίλι·
-
έγινε ρεζίλι των σκυλιών, βλ. λ. ρεζίλι·
-
έγινε ρεντίκολο, βλ. λ. ρεντίκολο·
-
έγινε ρεντίκολο της κοινωνίας, βλ. λ. ρεντίκολο·
-
έγινε ρεντίκολο των σκυλιών, βλ. λ. ρεντίκολο·
-
έγινε ρινγκ, βλ. λ. ρινγκ·
-
έγινε σάλος, βλ. λ. σάλος·
-
έγινε σαματάς, βλ. λ. σαματάς·
-
έγινε σαν κάστανο, βλ. λ. κάστανο·
-
έγινε σαν κατράμι ή έγινε σαν το κατράμι, βλ. λ. κατράμι·
-
έγινε σαν κολοκοτρωναίικος σουγιάς, βλ. λ. σουγιάς·
-
έγινε σαν κόρακας ή έγινε σαν τον κόρακα, βλ. λ. κόρακας·
- έγινε σαν περισπωμένη, βλ. λ. περισπωμένη·
-
έγινε σαν πίσσα ή έγινε σαν την πίσσα, βλ. λ. πίσσα·
-
έγινε σαν σίγμα τελικό ή έγινε σαν τελικό σίγμα, βλ. λ. σίγμα·
-
έγινε σαν (τ’) αγιοκέρι, βλ. λ. αγιοκέρι·
-
έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα
σου, βλ. λ. δουλειά·
-
έγινε σαν τηγάνι ή έγινε σαν το τηγάνι, βλ. λ. τηγάνι·
-
έγινε σαν της γριάς τα μαλλιά ή έγινε σαν της γριάς το μαλλί, βλ. λ. γριά·
-
έγινε σαν της μαϊμούς τον κώλο, βλ. λ. μαϊμού·
-
έγινε σαν της τρελής τα μαλλιά ή έγινε σαν της τρελής το μαλλί, βλ. λ. τρελός·
-
έγινε σαν (το) λεμόνι, βλ. λ. λεμόνι·
-
έγινε σαν το πανί, βλ. λ. πανί·
-
έγινε σαν τον άγιο Γαμώτο, βλ. λ. γαμώτο·
-
έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. λ. δουλειά·
-
έγινε σαν τσουκάλι ή έγινε σαν το τσουκάλι, βλ. λ. τσουκάλι·
-
έγινε σαν φανάρι, βλ. λ. φανάρι·
-
έγινε σασιρμάς, βλ. λ. σασιρμάς·
-
έγινε σεισμός, βλ. λ. σεισμός·
-
έγινε σίριαλ, βλ. λ. σίριαλ·
-
έγινε σκατά η δουλειά ή η δουλειά έγινε σκατά, βλ. λ. δουλειά·
-
έγινε σκατά το πράμα, βλ. λ. σκατά·
-
έγινε σκιά μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. σκιά·
-
έγινε σκιά του εαυτού του, βλ. λ. σκιά·
-
έγινε σκορποχώρι, βλ. λ. σκορποχώρι·
-
έγινε σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
-
έγινε σκυλί εναντίον μου, βλ. λ. σκυλί·
-
έγινε σκύλος, βλ. λ. σκύλος·
-
έγινε σουξέ, βλ. λ. σουξέ·
-
έγινε σούπα η δουλειά ή η δουλειά έγινε σούπα, βλ. λ. δουλειά·
-
έγινε σούσουρο, βλ. λ. σούσουρο·
-
έγινε στεναγμός, βλ. λ. στεναγμός·
-
έγινε σφαγείο, βλ. λ. σφαγείο·
-
έγινε σφαγή, βλ. λ. σφαγή·
-
έγινε σφαίρα, βλ. λ. σφαίρα·
-
έγινε σφεντόνα, βλ. λ. σφεντόνα·
-
έγινε τάρανδος, βλ. λ. τάρανδος·
-
έγινε τελατίνι, βλ. λ. τελατίνι·
-
έγινε Τέξας, βλ. λ. Τέξας·
-
έγινε τζάμπα (και βερεσέ), βλ. λ. βερεσέ·
-
έγινε τζερτζελές, βλ. λ. τζερτζελές·
-
έγινε της αλεπούς ο γάμος, βλ. λ. γάμος·
-
έγινε της Αναλήψεως (ενν. κάποιο αντικείμενο), βλ. λ. Αναλήψεως·
-
έγινε της ανωμαλίας, βλ. λ. ανωμαλία·
-
έγινε της ιεροδούλου, βλ. λ. ιερόδουλος·
-
έγινε της ιεροδούλου το κιγκλίδωμα, βλ. λ. ιερόδουλος·
-
έγινε της κακομοίρας, βλ. λ. κακομοίρας·
-
έγινε της Κορέας, βλ. λ. Κορέα·
-
έγινε της μουρλής, βλ. λ. μουρλός·
-
έγινε της Πόπης, βλ. λ. Πόπη·
-
έγινε της πόρνης, βλ. λ. πόρνη·
-
έγινε της πουτάνας, βλ. λ. πουτάνα·
-
έγινε της πουτάνας το κάγκελο, βλ. λ. πουτάνα·
-
έγινε της πουτάνας το μαγκάλι, βλ. λ. μαγκάλι·
-
έγινε της τρελής, βλ. λ. τρελός·
- έγινε το δικό του, βλ. λ. δικός·
-
έγινε το έλα να δεις, βλ. λ. είδα·
-
έγινε το θέμα της ημέρας, βλ. λ. θέμα·
- έγινε το κάτσε καλά, βλ. συνηθέστ. έγινε το σώσε·
-
έγινε το κεφάλι μου καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
-
έγινε το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. λ. κεφάλι·
-
έγινε το μάλε βράσε, βλ. λ. μάλε βράσε·
- έγινε το μάτι του να! βλ. λ. μάτι·
-
έγινε το μεγάλο μπαμ, βλ. λ. μπαμ·
-
έγινε το μεγάλο μπουμ, βλ. λ. μπουμ2·
-
έγινε το μυαλό μου κουρκούτι, βλ. λ. μυαλό·
-
έγινε το πρόσωπο της ημέρας, βλ. λ. πρόσωπο·
-
έγινε το σάλιο μου γιαούρτι, βλ. λ. σάλιο·
- έγινε το σώσε, βλ. λ. σώζω·
-
έγινε το χατίρι του, βλ. λ. χατίρι·
-
έγινε τόκα, βλ. λ. τόκα·
-
έγινε του Κουτρούλη ο γάμος, βλ. λ. Κουτρούλης·
-
έγινε του Κουτρούλη το πανηγύρι, βλ. λ. Κουτρούλης·
-
έγινε τούκα, βλ. λ. τούκα·
-
έγινε τούμπανο, βλ. λ. τούμπανο·
-
έγινε τουρλού η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρλού, βλ. λ. δουλειά·
-
έγινε τουρσί η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρσί, βλ. λ. δουλειά·
-
έγινε τρανός, βλ. λ. τρανός·
-
έγινε τσακωτός, βλ. λ. τσακωτός·
-
έγινε τσάρτερ, βλ. λ. τσάρτερ·
-
έγινε τσιγαρόχαρτο, βλ. λ. τσιγαρόχαρτο·
-
έγινε τσιμπητός, βλ. λ. τσιμπητός·
-
έγινε φάντασμα του εαυτού του, βλ. λ. φάντασμα·
- έγινε φάση, βλ. λ. φάση·
-
έγινε φίρμα, βλ. λ. φίρμα·
-
έγινε φραμπαλάς, βλ. λ. φραμπαλάς·
-
έγινε φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
-
έγινε φυσαρμόνικα, βλ. λ. φυσαρμόνικα·
-
έγινε χαβαλέ, βλ. λ. χαβαλέ·
-
έγινε χαβαλέ (κάτι), βλ. λ. χαβαλέ·
-
έγινε χαβαλές, βλ. λ. χαβαλές·
-
έγινε χαβάς, βλ. λ. χαβάς·
-
έγινε χαλασμός, βλ. λ. χαλασμός·
-
έγινε χαλασμός κόσμου, βλ. λ. χαλασμός·
- έγινε χαλασμός Κυρίου, βλ. λ. χαλασμός·
-
έγινε χαλί να τον πατήσω, βλ. λ. χαλί·
-
έγινε χαλκομανία, βλ. λ. χαλκομανία·
-
έγινε χαμός ή έγινε ο χαμός του Δράμαλη, βλ. λ. χαμός·
-
έγινε χουλιαμάς, βλ. λ. χουλιαμάς·
-
εδώ γίνεται η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
εδώ θα γίνει ο τά-φος σας! βλ. λ. τάφος·
-
εδώ θα γίνει ο τά-φος σου! βλ. λ. τάφος·
-
είπα την αλήθεια στο φίλο μου κι έγινε εχθρός μου, βλ. λ. αλήθεια·
-
η γλώσσα μου έγινε γραβάτα, βλ. λ. γλώσσα·
-
η γλώσσα μου έγινε παπούτσι ή η γλώσσα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
-
η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι ή η γλώσσα μου έγινε σαν τσαρούχι, βλ. λ. γλώσσα·
-
η γλώσσα μου έγινε φιόγκος, βλ. λ. γλώσσα·
-
η δουλειά γίνεται για να…, βλ. λ. δουλειά·
-
η καλή δουλειά αργεί να γίνει, βλ. λ. δουλειά·
-
ήρθα κι έγινα, βλ. λ. ήρθα·
-
ήρθαμε και γίναμε, βλ. λ. ήρθα·
-
ήρθε κι έγινε, βλ. λ. ήρθα·
-
θα γίνει αίμα και άμμος, βλ. λ. αίμα·
-
θα γίνει αμέρικαν μπαρ, μπαρ·
-
θα γίνει Βιετνάμ, βλ. λ. Βιετνάμ·
-
θα γίνει δεν ξέρω κι εγώ τι ή θα γίνει κι εγώ δεν ξέρω τι, βλ.
φρ. θα γίνει το σώσε·
-
θα γίνει Δευτέρα Παρουσία, βλ. λ. Δευτέρα Παρουσία·
-
θα γίνει Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, βλ. λ. πόλεμος·
- θα γίνει η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου, βλ. λ. νύχτα·
-
θα γίνει η σφαγή των Αρμενίων, βλ. λ. Αρμένης·
-
θα γίνει Λίβανος, βλ. λ. Λίβανος·
-
θα γίνει (μεγάλη) ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
-
θα γίνει ο χαμός, βλ. λ. χαμός·
-
θα γίνει ο χαμός του Δράμαλη, βλ. λ. χαμός·
-
θα γίνει ρινγκ, βλ. λ. ρινγκ·
-
θα γίνει ταραχή, βλ. λ. ταραχή·
-
θα γίνει Τέξας, βλ. λ. Τέξας·
-
θα γίνει της ανωμαλίας, βλ. λ. ανωμαλία·
-
θα γίνει της ιεροδούλου, βλ. λ. ιερόδουλος·
-
θα γίνει της ιεροδούλου το κιγκλίδωμα, βλ. λ. ιερόδουλος·
-
θα γίνει της κακομοίρας, βλ. λ. κακομοίρα·
-
θα γίνει της Κορέας, βλ. λ. Κορέα·
-
θα γίνει της μουρλής, βλ. λ. μουρλός·
-
θα γίνει της Πόπης, βλ. λ. Πόπη·
-
θα γίνει της πόρνης, βλ. λ. πόρνη·
-
θα γίνει της πουτάνας (ενν. το κάγκελο, το μαγκάλι), βλ. λ. πουτάνα·
-
θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο, βλ. λ. πουτάνα·
-
θα γίνει της πουτάνας το μαγκάλι, βλ. λ. πουτάνα·
-
θα γίνει της τρελής, βλ. λ. τρελός·
-
θα γίνει το έλα να δεις, βλ. λ. είδα·
- θα γίνει το κάτσε καλά, βλ. συνηθέστ. θα γίνει το σώσε·
- θα γίνει το σώσε, βλ. λ. σώζω·
-
θα γίνει χαμός ή θα γίνει ο χαμός του Δράμαλη, βλ. λ. χαμός·
-
θα γινόταν πανηγύρι, βλ. λ. πανηγύρι·
-
θα γίνουμε βίδες, βλ. λ. βίδα·
-
θα γίνουμε πρωτοσέλιδο, βλ. λ. πρωτοσέλιδος·
-
θα γίνουμε σκορποχώρι, βλ. λ. σκορποχώρι·
-
θα γίνω αστροναύτης, βλ. λ. αστροναύτης·
-
θα γίνω γη να με πατήσεις, βλ. λ. γη·
-
θα γίνω χαλί να με πατήσεις, βλ. λ. χαλί·
-
θαρρεί πως έγινε κάτι, βλ. λ. κάτι·
-
θέλει να γίνεται πάντα το δικό του, βλ. λ. δικός·
-
θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που
’χω μέσ’ στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
-
και τι έγινε! ή τι έγινε! α. καθησυχαστικό επιφώνημα με
την έννοια δεν έγινε και τίποτα σοβαρό, δεν έγινε και τίποτα σπουδαίο, που να
δικαιολογεί νευρικότητα ή ανησυχία: «και τι έγινε που θα φωνάξεις την
αστυνομία! Εμείς δεν κάναμε τίποτα που να μας φοβίζει». Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το ε. β. καθησυχαστικό επιφώνημα με την έννοια πως
αυτό που έγινε είναι τόσο ασήμαντο, που δε δικαιολογεί νευρικότητα ή ανησυχία:
«έσπασα ένα ποτήρι. Και τι έγινε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εντάξει
μωρέ ή το καλά μωρέ και είναι άλλες φορές που η φρ. κλείνει με το μωρέ.
γ. έκφραση αδιαφορίας για την ενέργεια κάποιου: «ο τάδε μπήκε μέσα χωρίς
εισιτήριο. -Και τι έγινε!». (Λαϊκό τραγούδι: και τι έγινε που
φεύγεις και τι έγινε, ούτε ίχνος από σένα πια δεν έμεινε)·
-
καλύτερο(ς) δε γίνεται, βλ. λ. καλύτερος·
- κάρβουνο να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. λ. κάρβουνο·
-
κάρβουνο πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. λ. κάρβουνο·
-
κάτι γίνεται, βλ. λ. κάτι·
-
κέφι μου θα γίνει; (για καταστάσεις ή συνήθειες), βλ. λ. κέφι·
-
κέφι μου θα γίνεις; (για πρόσωπα), βλ. λ. κέφι·
-
κι αν κελαηδάει η οχιά, δε γίνεται γαρδέλι, βλ. λ. οχιά·
-
κι ύστερα τι έγινε; βλ. λ. ύστερα·
-
κομμάτια να γίνει! βλ. λ. κομμάτι·
-
κουβέντα να γίνεται, βλ. λ. κουβέντα·
-
λόγος να γίνεται, βλ. λ. λόγος·
-
μας έγινε ακριβοθώρητος, βλ. λ. ακριβοθώρητος·
-
μας έγινε πολύ ακριβός, βλ. λ. ακριβός·
-
με μένα τι γίνεται; με το προσωπικό μου συμφέρον, με την προσωπική μου
υπόθεση τι μέλει γενέσθαι(;): «εσείς βολευτήκατε όλοι μια χαρά, με μένα όμως τι
γίνεται;»·
-
με πορδές δε γίνονται δουλειές ή με πορδές δουλειές δε γίνονται ή
με πορδές δε γίνονται οι δουλειές ή με πορδές οι δουλειές δε γίνονται,
βλ. λ. δουλειά·
-
με τον καιρό και την υπομονή, γίνεται το φύλλο της μουριάς μετάξι, βλ. λ. μετάξι·
-
μη γίνει ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
-
μη γίνει θέμα, βλ. λ. θέμα·
-
μη γίνει κουβέντα, βλ.λ. κουβέντα·
-
μη γίνει λόγος, βλ. λ. λόγος·
-
μη γίνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
-
μη γίνεσαι γελοίος! βλ. λ. γελοίος·
-
μη γίνεσαι κόπανος! βλ. λ. κόπανος·
-
μη γίνεσαι κουτός! βλ. λ. κουτός·
-
μη γίνεσαι μαλάκας! βλ. λ. μαλάκας·
-
μη γίνεσαι μωρό! βλ. λ. μωρό·
-
μη γίνεσαι παιδί! βλ. λ. παιδί·
-
μόνο του σπανού τα γένια δε γίνονται, βλ. λ. γένια·
-
μονός καβγάς δε γίνεται, βλ. λ. καβγάς·
-
μου ’γινε αγκίδα, βλ. λ. αγκίδα·
-
μου ’γινε αλογόμυγα, βλ. λ. αλογόμυγα·
-
μου ’γινε αλογουρά, βλ. λ. αλογουρά·
-
μου ’γινε αντίσκηνο (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το
καυλί), βλ. λ. αντίσκηνο·
-
μου ’γινε βδέλλα, βλ. λ. βδέλλα·
-
μου ’γινε βεντούζα, βλ. λ. βεντούζα·
-
μου ’γινε βραχνάς, βλ. λ. βραχνάς·
-
μου ’γινε γκλίτσα (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το
καυλί), βλ. λ. γκλίτσα·
-
μου ’γινε κακιά πεθερά, βλ. λ. πεθερά·
-
μου ’γινε κακό σπυρί, βλ. λ. σπυρί·
-
μου ’γινε (κακός) μπελάς, βλ. λ. μπελάς·
-
μου ’γινε κακός πούστης, βλ. λ. πούστης·
-
μου ’γινε κλαρίνο (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το
καυλί), βλ. λ. κλαρίνο·
-
μου ’γινε κολλητσίδα, βλ. λ. κολλητσίδα·
-
μου ’γινε κοντάρι (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί),
βλ. λ. κοντάρι·
-
μου ’γινε κρεατόμυγα, βλ. λ. κρεατόμυγα·
-
μου ’γινε μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
-
μου ’γινε μύγα τσε τσε, βλ. λ. τσε τσε·
-
μου ’γινε ντουντούκα (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το
καυλί), βλ. λ. ντουντούκα·
-
μου ’γινε ο βίος αβίωτος, βλ. λ. βίος·
-
μου ’γινε ουρά, βλ. λ. ουρά·
-
μου ’γινε στενό κολάρο, βλ. λ. κολάρο·
-
μου ’γινε στενός κορσές, βλ. λ. κορσές·
-
μου ’γινε στρείδι, βλ. λ. στρείδι·
-
μου ’γινε ταγάρι, βλ. λ. ταγάρι·
-
μου ’γινε ταμπάκος ή μου ’γινε τσάμικος ταμπάκος, βλ. λ. ταμπάκος·
-
μου ’γινε το αίμα κομπόστα, βλ. λ. αίμα·
-
μου ’γινε τριβέλι, βλ. λ. τριβέλι·
-
μου ’γινε τσαντίρι (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, ή πούτσα, η ψωλή, το πέος, το
καυλί), βλ. λ. τσαντίρι·
-
μου ’γινε τσατάλι (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το
καυλί), βλ. λ. τσατάλι·
-
μου ’γινε τσε τσε, βλ. λ. τσε τσε·
-
μου ’γινε τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
-
μου ’γινε τσιλίκι (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το
καυλί), βλ. λ. τσιλίκι·
-
μου ’γινε τσιμπούρι, βλ. λ. τσιμπούρι·
-
μου ’γινε τσιρότο, βλ. λ. τσιρότο·
-
μου ’γινε τσίτα (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί),
βλ. λ. τσίτα·
-
μου ’γινε τσίχλα, βλ. λ. τσίχλα·
-
μου ’γινε φόρτωμα, βλ. λ. φόρτωμα·
-
μπορεί να γίνει έτσι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
-
να γίνεις τούμπανο, βλ. λ. τούμπανο·
-
να γίνουν όλα στάχτη, βλ. λ. στάχτη·
-
να γίνουν όλα στάχτη και μπούλμπερη, βλ. λ. στάχτη·
-
να γινόταν…, έκφραση με την οποία δηλώνουμε την επιθυμία μας να γίνει
κάτι: «πόσο παρακαλώ να γινόταν να μόνοιαζαν τα δυο αδέρφια!». (Τραγούδι: έρχονται
στιγμές που ακόμα σ’ αγαπώ, έρχονται στιγμές που ακόμα σε ποθώ, στο μυαλό μου
κάποια σκέψη τριγυρνά, να γινόταν και να γύριζες ξανά). Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται το α ρε ή το ε ρε ή το α ρε και ή
το ε ρε και·
-
να έγινε το μάτι του! βλ. λ. μάτι·
-
να σου γίνει χαράμι, βλ. λ. χαράμι·
-
νταβανάς να γίνεται, βλ. λ. νταβανάς·
-
ξίκι να γίνει! βλ. λ. ξίκι·
-
ξίκι να σου γίνει! βλ. λ. ξίκι·
-
ο βλάχος άρχων κι αν γενεί, βλαχίλα θα μυρίζει, βλ. λ. βλάχος·
-
ο διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε, βλ. λ. διάβολος·
-
ο λύκος, όταν γερνάει, γίνεται των σκυλιών ο μασκαράς, βλ. λ. λύκος·
-
ο πηλός αν δε δαρθεί, κεραμίδι δε γίνεται, βλ. λ. κεραμίδι·
-
ο πούτσος μου έγινε χότζας, βλ. λ. χότζας·
-
ο χωριάτης άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει τη χάρη, βλ. λ. χωριάτης·
-
οι κώλοι που γαμούσαμε, γίνανε καπετάνιοι ή οι κώλοι που γαμούσαμε,
γίναν’ καπεταναίοι, βλ. λ. κώλος·
-
όλος ο καβγάς έγινε για την κουτάλα βλ. λ. καβγάς·
-
όλος ο καβγάς έγινε για το πάπλωμα, βλ. λ. καβγάς·
-
όποιος γίνεται αρνί, τον τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
-
όσο γίνεται, βλ. λ. όσος·
-
όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι, βλ. λ. περιστέρι·
-
ό,τι γίνει ας γίνει, βλ. φρ. ό,τι·
-
ό,τι γίνεται ακούγεται, βλ. λ. ακούγομαι·
-
ό,τι γίνεται, δεν ξεγίνεται, βλ. λ. ό,τι·
-
ό,τι έγινε έγινε, βλ. λ. ό,τι·
-
ό,τι θέλει ας γίνει ή ό,τι θέλει να γίνει, ας γίνει, βλ. λ. ό,τι·
-
ό,τι θέλει ας κάνει ή ό,τι θέλει να κάνει, ας κάνει, βλ. λ. ό,τι·
-
ό,τι θέλει ας λέει, βλ. λ. ό,τι·
-
ό,τι θέλει ας πει, βλ. λ. ό,τι·
-
ό,τι και να γίνει ή ό,τι κι αν γίνει, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του, βλ. λ. βιολί·
-
ό,τι και να γίνει, αυτός το χαβά του, βλ. λ. χαβάς·
-
όταν φεύγει ο εχθρός, όλοι γίνονται γενναίοι, βλ. λ. εχθρός·
-
ούτε διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελο, και δεσπότης έγινες; βλ. λ. δεσπότης·
-
παλιό γαϊδούρι καινούρια περπατησιά γίνεται; βλ. λ. γαϊδούρι·
-
πες το κι έγινε, βλ. λ. είπα·
-
πολύς θόρυβος γίνεται, βλ. λ. θόρυβος·
-
πολύς λόγος γίνεται, βλ. λ. λόγος·
-
πολύς ντόρος γίνεται, βλ. λ. ντόρος·
-
πόσα κομμάτια θα γίνω; ή πόσα κομμάτια να γίνω; βλ. λ. κομμάτι·
-
πώς γίνεται…, βλ. λ. πώς·
-
πώς γίνεται και… ή πώς γίνεται να…, βλ. λ. πώς·
-
πώς ήμουν και πώς έγινα, βλ. λ. πώς·
-
σαν γεράσει η αλεπού, γίνεται καλογριά, βλ. λ. καλογριά·
-
σασιρμάς να γίνεται, βλ. λ. σασιρμάς·
-
σκατά να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. λ. σκατά·
-
σκατά πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. λ. σκατά·
-
στείλε παπά μου την ευχή σου γίνεται; βλ. λ. παπάς·
-
συζήτηση να γίνεται, βλ. λ. συζήτηση·
- τ’ αγγειά γινήκαν θυμιατά και οι κοπριές λιβάνι, βλ. λ. λιβάνι·
- τ’ όνειρό του έγινε πραγματικότητα, βλ. λ. πραγματικότητα·
- τζερτζελές να γίνεται, βλ. λ. τζερτζελές·
- τζίρος να γίνεται! βλ. λ. τζίρος·
-
τι γίνεσαι; ή τι γίνεται; τι κάνεις; πώς τα πας; πώς τα περνάς;
πώς πάνε οι δουλειές σου και η ζωή σου γενικά(;)·
-
τι γίνεται; α. τι συμβαίνει(;): «τι γίνεται εδώ πέρα, γιατί τόση
φασαρία;». β. (για δουλειές ή υποθέσεις) εξελίσσεται; κι αν ναι, πώς
εξελίσσεται(;): «τι γίνεται με την αίτηση που υπέβαλα;»· βλ. και φρ. τι
συμβαίνει; λ. συμβαίνει·
-
τι έγινε λέει; έκφραση έκπληξης, απορίας ή δυσαρέσκειας, όταν μαθαίνουμε
πως κάποιος έκανε ή είπε κάτι σε βάρος μας, που δεν το περιμέναμε ή που μας
δυσαρεστεί και που δεν μπορούμε να το πιστέψουμε, ή για κάτι που έγινε και δεν
μπορούμε να το πιστέψουμε: «ο τάδε σε κατηγόρησε. -Τι έγινε λέει; Μα αυτός
είναι φίλος μου! || πέθανε ο τάδε. -Τι έγινε λέει; Μα μ’ αυτόν ήμουν πριν δυο
ώρες!». Συνών. τι έκανε λέει(;)·
-
τι έχει να γίνει! επιφωνηματική έκφραση για κάτι καλό ή κακό, που από
την ένταση ή το μέγεθος του αποτελέσματός του προμηνύεται πως θα είναι πολύ
εντυπωσιακό: «τι έχει να γίνει αν φέρει στο γάμο και τα όργανα! || αν
συναντηθούν οι δυο τους που είναι στα μαχαίρια, τι έχει να γίνει!». Συνήθως της
φρ. προτάσσεται το για σκέψου ή το για φαντάσου ή το αμάν ή
το ε ρε ή το ε ρε, μάνα μου ή το ε ρε, πούστη μου ή το πω,
πω ή το πω, πω ρε μάνα μου ή το πω, πω ρε πούστη μου ή το ω
ρε ή το ω ρε, μάνα μου ή το ω ρε, πούστη μου. (Λαϊκό
τραγούδι: απόψε στην ταβέρνα, πω! πω! τι έχει να γίνει! Κι αν κάνεις
να χορέψεις, ποτήρι δε θα μείνει!)·
-
τι θα γίνουν τα χάλια μας! βλ. λ. χάλι·
-
τι θα γίνουν τα χαλιά μας! βλ. λ. χαλί·
-
τι θα γίνω; ή τι θ’ απογίνω; (ενν. στη ζωή), έκφραση απόγνωσης
για τη μελλοντική πορεία της ζωής μας ή έκφραση ανησυχίας, όταν βρισκόμαστε σε
δύσκολη θέση: «τώρα που πέθανε ο πατέρας μου, τι θα γίνω;»·
-
τι θα γίνω εγώ με σένα, βλ. λ. εγώ·
-
τι να γίνει! έκφραση αμηχανίας ή μοιρολατρίας, όταν δεν μπορούμε να
αλλάξουμε μια κατάσταση που δε μας είναι επιθυμητή: «τα πράγματα πηγαίνουν απ’
το κακό στο χειρότερο, -Τι να γίνει;». (Λαϊκό τραγούδι: πρώτη φορά που έπαθα
ζημιά από γυναίκα που την είχα εμπιστοσύνη, μες στη ζωή μου δεν μου την έσκασε
καμιά κι αφού την έπαθα, ρε φίλε, τι να γίνει)·
-
τι στ’ ανάθεμα έγινε! (για πράγματα) βλ. λ. ανάθεμα·
-
τι στ’ ανάθεμα έγινες! βλ. λ. ανάθεμα·
-
τι στα κομμάτια έγινε! (για πράγματα) βλ. λ. κομμάτι·
-
τι στα κομμάτια έγινες! βλ. λ. κομμάτι·
-
τι στην ευχή έγινε! (για πράγματα), βλ. λ. ευχή·
-
τι στην ευχή έγινες! βλ. λ. ευχή·
-
τι στην οργή έγινε! (για πράγματα) βλ. λ. οργή·
-
τι στην οργή έγινες! βλ. λ. οργή·
- τι στο δαίμονα έγινε! (για πράγματα), βλ. λ. δαίμονας·
-
τι στο δαίμονα έγινες! βλ. λ. δαίμονας·
-
τι στο διάβολο έγινε! (για πράγματα), βλ. λ. διάβολος·
-
τι στο διάβολο έγινες! βλ. λ. διάβολος·
-
τι στο καλό έγινε! (για πράγματα) βλ. λ. καλός·
-
τι στο καλό έγινες! βλ. λ. καλός·
-
τι στον κόρακα έγινε! (για πράγματα) βλ. λ. κόρακας·
-
τι στον κόρακα έγινες! βλ. λ. κόρακας·
-
το αίμα νερό δε γίνεται, βλ. λ. αίμα·
-
το καλό το πράγμα αργεί να γίνει, βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
το καλύτερο σαπούνι γίνεται απ’ το κουμμούνι ή το πιο καλό σαπούνι
γίνεται απ’ το κουμμούνι, βλ. λ. σαπούνι·
-
το μάτι του έγινε γαρίδα, βλ. λ. μάτι·
-
το πάθημα μου έγινε μάθημα, πάθημα·
-
το πρόσωπό του έγινε σκληρό σαν πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
-
το στόμα μου έγινε παπούτσι ή το στόμα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. λ. στόμα·
-
το τι γίνεται δε λέγεται, είναι αδύνατο να εκφράσει, να περιγράψει
κανείς αυτό που συμβαίνει, που διαδραματίζεται κάπου: «πάτε γρήγορα στο
μπαράκι, γιατί πιάστηκαν δυο παρέες στα χέρια και το τι γίνεται δε λέγεται ||
έχει τόσο σπουδαίο πρόγραμμα το τσίρκο, που κάθε βράδυ το τι γίνεται δε
λέγεται»·
-
του ’γινε αρρώστια, βλ. λ. αρρώστια·
-
τσιμέντο να γίνει! βλ. λ. τσιμέντο·
-
τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάθηκαν τα κουτάλια ή τώρα που
έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάσαμε τα κουτάλια, βλ. λ. γιαούρτι·
-
φραμπαλάς να γίνεται, βλ. λ. φραμπαλάς·
-
χαλάλι να σου γίνει! βλ. λ. χαλάλι·
-
χαράμι να σου γίνει! βλ. λ. χαράμι·
-
χειρότερα δε γίνεται, βλ. λ. χειρότερος·
-
χειρότερο(ς) δε γίνεται, βλ. λ. χειρότερος·
-
χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι! βλ. λ. μέσα·
-
χαβαλές να γίνεται, βλ. λ. χαβαλές·
-
χαβάς να γίνεται, βλ. λ. χαβάς·
-
χουλιαμάς να γίνεται, βλ. λ. χουλιαμάς·
-
χρυσάφι να πιάνεις, κάρβουνο να γίνεται , βλ. λ. χρυσάφι·
-
χρυσάφι να πιάνεις, σκατά να γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
-
χρυσάφι να πιάνεις, χώμα να γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
-
χρυσάφι πιάνει, κάρβουνο γίνεται, χρυσάφι·
-
χρυσάφι πιάνει, σκατά γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
-
χρυσάφι πιάνει, χώμα γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
-
χώμα να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. λ. χώμα·
-
χώμα πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. λ. χώμα·
-
χωρίς γαμπρό γάμος δε γίνεται, βλ. λ. γαμπρός·
- ψωμί δε γίνεται χωρίς προζύμι, βλ. λ. ψωμί.