γινάτι κ.
ινάτι, το, ουσ. [<τουρκ. inat]. 1. η ανένδοτη ή παράλογη
εμμονή σε μια γνώμη ή ενέργεια, η ισχυρογνωμοσύνη, το πείσμα: «το γινάτι δεν
ωφέλησε ποτέ κανέναν». 2. στον πλ. τα γινάτια, τα καμώματα, τα
νάζια. (Λαϊκό τραγούδι: δε μ’ αρέσουν πλέον τα γινάτια, δεν ποθώ τα
ολόγλυκά σου μάτια). Συνών. πείσμα. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
-
αμάν το γινάτι σου! ή αμάν αυτό το γινάτι σου! έκφραση δυσφορίας
ή δυσαρέσκειας για το πείσμα κάποιου, που έχει μεγάλη χρονική διάρκεια: «αμάν
αυτό το γινάτι σου! Ξέχνα, επιτέλους, αυτό που είπα, αφού σου ζήτησα χίλιες
φορές συγνώμη!»·
-από
γινάτι, βλ. φρ. για
(το) γινάτι·
- ας είν’ καλά το γινάτι του! έκφραση που δηλώνει πως θα
ξεπεράσουμε τη δυσκολία που έχουμε, παρόλο που αρνείται πεισματικά να μας
βοηθήσει το άτομο από το οποίο ζητάμε βοήθεια, ή και, αν δεν την ξεπεράσουμε,
το μόνο που θα κερδίσει το άτομο αυτό θα είναι η επαλήθευση της μνησικακίας του·
-
βάζω γινάτι, βλ. φρ. το βάζω γινάτι·
- βαστώ γινάτι, βλ. φρ. κρατώ γινάτι·
- γαϊδουρινό γινάτι, βλ. συνηθέστ. γαϊδουρινό
πείσμα, λ. πείσμα·
-
για (το) γινάτι, μόνο και μόνο επειδή πεισμώσαμε, μόνο και μόνο από
εγωιστική επιμονή, από ισχυρογνωμοσύνη: «επειδή δε δεχτήκατε να πάμε εκεί που
πρότεινα, για γινάτι κι εγώ δε θα ’ρθω μαζί σας». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι
μας θέλουν το κακό για πείσμα, για γινάτι δε θα χωρίσουμε ποτέ για να
τους βγει το μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
-
έχει γινάτι, είναι πεισματάρης, ξεροκέφαλος: «αν του μπει κάτι στο
μυαλό, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα, γιατί έχει γινάτι αυτός ο άνθρωπος»·
-
κάνω γινάτια, κάνω πείσματα, καμώματα, νάζια: «αφού ξέρω πως μ’ αγαπάς,
γιατί κάνεις γινάτια;». (Λαϊκό τραγούδι: γινάτια μη μου κάνεις μη
θες να με πεθάνεις, βρε χήρα δε λυπάσαι κακιά πανάθεμά σε;)·
-
κρατώ γινάτι, διατηρώ, τρέφω μνησικακία για κάποιον: «μην του πας πολύ
κόντρα και τον εκνευρίσεις, γιατί κρατάει γινάτι και δε θα ’χεις καλά
ξεμπερδέματα μαζί του»·
-
με γινάτι, με ανένδοτη ή παράλογη επιμονή σε μια γνώμη ή ενέργεια:
«άρχισε να δουλεύει με γινάτι τη δουλειά για να την παραδώσει μέσα στις
προθεσμίες που είχε υποσχεθεί». (Λαϊκό τραγούδι: τηνε διώχνω με γινάτι και
την άλλη μέρα νάτη, έρχεται με ποντικάκια και μου κάνει κορδελάκια)·
-
με πιάνει το γινάτι, γίνομαι ισχυρογνώμων, επιμένω σε κάτι από
αντίδραση, πεισμώνω: «όταν με πιάνει το γινάτι, μην προσπαθείς να μ’ αλλάξεις
γνώμη, γιατί δε θα καταφέρεις τίποτα»·
-
το βάζω γινάτι, πεισμώνω: «όταν το βάλει γινάτι, δε λέει να βάλει μπουκιά
στο στόμα του». (Λαϊκό τραγούδι: το σκαλοπάτι σου μου φτάνει για κρεβάτι,
αφού την πόρτα σου την άφησες κλειστή. Θα μείνω έξω, μια που το ’βαλες
γινάτι κι από το κρύο η καρδιά μου θα σβηστεί)·
- το βάζω γινάτι να…, αποφασίζω να κάνω, να πραγματοποιήσω
κάτι οπωσδήποτε: «το ’βαλε γινάτι να πάρει φέτος το πτυχίο του»·
- το γινάτι βγάζει μάτι, η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει αυτόν
που την έχει: «πάψε να πηγαίνεις κόντρα σε αυτόν τον άνθρωπο, γιατί το γινάτι
βγάζει μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: δε σου μάθαν όμως κάτι, το γινάτι βγάζει
μάτι)·
- τον βάζω γινάτι, βλ. φρ. τον έχω γινάτι·
- τον έχω γινάτι, θέλω, επιδιώκω να του κάνω κακό, τον εχθρεύομαι:
«τον έχω τέτοιο γινάτι απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε, που, αν τον πιάσω στα
χέρια μου, θα τον λιώσω»·
-
του βαστώ γινάτι, βλ. φρ. τον έχω γινάτι·
- του κρατώ γινάτι, βλ. φρ. τον έχω γινάτι.