γιατρειά, η, ουσ. [<μσν. γιατρειά <αρχ. ἰατρεία], η
γιατρειά. 1. η επαναφορά κάποιου στην κανονική ζωή, στο σωστό δρόμο:
«όταν μπλέξει κανείς με τα ναρκωτικά, δεν υπάρχει γιατρειά». 2. (για
μηχανήματα) η επαναφορά στην ομαλή λειτουργία, η επιδιόρθωση: «ύστερα από
τέτοια τράκα, δεν υπάρχει γιατρειά γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
-
βλέπω γιατρειά, θεραπεύομαι: «με τα καινούρια φάρμακα που παίρνω, άρχισα
να βλέπω γιατρειά»·
-
δε βρίσκω γιατρειά, είμαι τόσο άρρωστος, που δεν υπάρχει περίπτωση να
γιατρευτώ: «το πήρα απόφαση πως θα πεθάνω, γιατί οι γιατροί μου ανακοίνωσαν πως
δεν παίρνω γιατρειά». (Λαϊκό τραγούδι: με αυτήν την ομορφιά σου και με τα
ξανθά μαλλιά μου ’χεις κάψει την καρδιά μου και δε βρίσκω γιατρειά)·
-
δεν έχει γιατρειά, (για μηχανήματα), βλ. φρ. δεν παίρνει γιατρειά·
- δεν έχω γιατρειά, είμαι τόσο άρρωστος, που δεν
υπάρχει περίπτωση να γιατρευτώ: «απ’ τη στιγμή που δεν έχω γιατρειά καλύτερα να
πεθάνω μια ώρα γρηγορότερα». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι μι’ αρρώστια που δεν
έχει γιατρειά, είσαι μια φλόγα που μου καίει την καρδιά)· βλ. και φρ.
δεν έχει γιατρειά·
-
δεν παίρνει γιατρειά, (ιδίως για μηχανήματα ή κτίσματα;) δεν επιδέχεται
επιδιόρθωση: «έφαγε τέτοιο τρακάρισμα τ’ αυτοκίνητο, που δεν παίρνει γιατρειά
|| θ’ αφήσω το σπίτι στο χωριό να καταρρεύσει, γιατί δεν παίρνει γιατρειά».
Συνών. δεν παίρνει μερεμέτι· βλ. και φρ. δεν παίρνω γιατρειά·
- δεν παίρνω γιατρειά, δεν επιδέχομαι σωφρονισμό: «όσοι
μπλέξουν με τα ναρκωτικά, δεν παίρνουν γιατρειά». Συνών. δεν παίρνω μερεμέτι· βλ.
και φρ. δεν παίρνει γιατρειά·
-
δεν υπάρχει γιατρειά, βλ. φρ. δεν παίρνει γιατρειά και δεν
παίρνω γιατρειά.