άδειος,
-εια, -ειο, επίθ.
[<μσν. ἀδειάζω], άδειος. 1. που έχει ελεύθερο χρόνο, ελεύθερο καιρό,
που είναι εύκαιρος: «αν είσαι άδειος, βάλε κι εσύ ένα χεράκι να τελειώσω τη
δουλειά || δεν είναι ποτέ άδειος αυτός ο άνθρωπος, γιατί όλο και με κάτι
καταπιάνεται». 2. που δεν είναι καπαρωμένος, κατειλημμένος από κάποιον
άλλον, που είναι ελεύθερος για χρήση: «το ταξί κατέβαινε άδειο || η θέση ήταν
άδεια, γι’ αυτό και κάθισα». 3. (για διαμερίσματα, σπίτια ή άλλους χώρους)
που δεν είναι νοικιασμένο, που είναι ξενοίκιαστο: «έχω ένα άδειο διαμέρισμα, αν
ενδιαφέρεσαι να νοικιάσεις σπίτι». 4. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα
άδεια, (ενν. μπουκάλια, ιδίως μπίρας, που έχουμε καταναλώσει το περιεχόμενό
τους): «έφερες πίσω τ’ άδεια για να μη σου τα χρεώσω;». Συνών. κενά. Επίσης
ως άδεια αναφέρονται και τα πιάτα, τα ποτήρια ή τα μπουκάλια, που έχουμε
καταναλώσει το περιεχόμενό τους σε κάποια ταβέρνα, λαϊκό εστιατόριο ή λαϊκό
κέντρο διασκεδάσεως: «γκαρσόν, σε παρακαλώ, έλα και μάζεψε τ’ άδεια».
(Ακολουθούν 27 φρ.)·
- άδεια
ζωή, βλ. λ. ζωή·
- άδεια
λόγια, βλ. λ. λόγος·
- άδειο
βλέμμα, βλ. λ. βλέμμα·
- άδειο
κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- άδειο
σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- άδειος
άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- άλλο
θόρυβο κάνει ένας ντενεκές γεμάτος κι άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές άδειος, βλ. λ. ντενεκές·
- γεμίζω
τις άδειες μου ώρες ή γεμίζω τις άδειες ώρες μου, βλ. λ. ώρα·
- γυρίζω
μ’ άδεια τα χέρια ή γυρίζω μ’ άδεια χέρια, βλ. λ. χέρι·
- είμαι
μ’ άδεια τσέπη, βλ. λ. τσέπη·
- είμαι
μ’ άδειο ντεπόζιτο, βλ. λ. ντεπόζιτο·
- είμαι
μ’ άδειο πορτοφόλι, βλ. λ. πορτοφόλι·
- είναι
άδεια τ’ αμπάρια, βλ. λ. αμπάρι·
- έρχομαι
μ’ άδεια τα χέρια ή έρχομαι μ’ άδεια χέρια, βλ. λ. χέρι·
- έφυγε
μ’ άδεια τα χέρια ή έφυγε μ’ άδεια χέρια, βλ. λ. χέρι·
- έχει
άδεια τσέπη, βλ. λ. τσέπη·
- έχει
άδειο πορτοφόλι, βλ. λ. πορτοφόλι·
- έχω
άδεια τ’ αμπάρια, βλ. λ. αμπάρι·
- μ’
άδεια τσέπη, βλ. λ. τσέπη·
- μ’
άδειο πορτοφόλι, βλ. λ. πορτοφόλι·
- μένω
μ’ άδεια τσέπη, βλ. λ. τσέπη·
- μένω
μ’ άδειο ντεπόζιτο, βλ. λ. ντεπόζιτο·
- μένω
μ’ άδειο πορτοφόλι, βλ. λ. πορτοφόλι·
- μιλώ
μπροστά σ’ άδεια καθίσματα, βλ. λ. κάθισμα·
- πηγαίνω
μ’ άδεια τα χέρια ή πηγαίνω μ’ άδεια χέρια, βλ. λ. χέρι·
- ρίχνω
άδεια (ενν. για να πιάσω γεμάτα), μιλώ δήθεν με αφέλεια, μιλώ παραπλανητικά
ή παραπειστικά για να καταλάβω αν μπορώ να αποσπάσω από το συνομιλητή μου
λόγια, μυστικό ή υπόσχεση, ή για να καταλάβω σε τι ψυχική ή ψυχολογική
κατάσταση βρίσκεται: «μια ώρα του έριχνα άδεια, αλλά δεν μπόρεσα να καταφέρω
τίποτα»·
- ρίχνω
άδεια και πιάνω γεμάτα, λέγεται όταν πετυχαίνω στην παραπάνω προσπάθεια:
«είναι μάνα στο να ρίχνει άδεια και να πιάνει γεμάτα». Πρβλ. μου ρίχνεις
άδεια για γεμάτα και μου ξηγιέσαι πάντα σκάρτα. (Λαϊκό τραγούδι). Σε αυτή
και στην παραπάνω περίπτωση, γίνεται αναφορά στα δίχτυα του ψαρά, που τα ρίχνει
στη θάλασσα για να πιάσει ψάρια.