άδειασμα,
το, ουσ. [από το
θέμα αορ. του ρ. αδειάζω + κατάλ. -μα], το άδειασμα. 1. η ενέργεια και
το αποτέλεσμα του αδειάζω. 2. το να αφήνει κανείς έκθετο κάποιον, να μην
τον υποστηρίζει, να μην τον καλύπτει όπως θα έπρεπε σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση:
«δεν περίμενα από σένα τέτοιο άδειασμα, γιατί σε θεωρούσα φίλο μου». 3.
η βίαιη απομάκρυνση κάποιου από κάποιον χώρο: «το άδειασμα του τάδε απ’ τον
μεθυσμένο φίλο του, θεωρήθηκε πολύ βίαιη πράξη απ’ όλους τους
παρευρισκόμενους». 4. η εκσπερμάτωση, το χύσιμο: «πήγα με μια πολύ
σεξουλιάρα γυναίκα κι έκανα τέτοιο άδειασμα, που στέγνωσα». 5. το
κατούρημα, η αποπάτηση, το χέσιμο: «όταν πίνω πολύ μπίρα, τρελαίνομαι στο
άδειασμα || όταν τρώω φασουλάδα, ευχαριστιέμαι άδειασμα»·
- έφαγε
άδειασμα, δεν έγινε δεκτή, απορρίφθηκε από γυναίκα η πρότασή του για σύναψη
ερωτικού δεσμού: «της ζήτησε να τα φτιάξουν, αλλά έφαγε άδειασμα, γιατί η κυρία
τα είχε με άλλον»· βλ. και φρ. τον άδειασε, λ. αδειάζω·
- του
κάνε άδειασμα, βλ. φρ. τον άδειασε, λ. αδειάζω.