γιαούρτι, το κ. γιαούρτη, η, ουσ. [<τουρκ.
yogurt], το γιαούρτι·
-
έγινε το σάλιο μου γιαούρτι, βλ. λ. σάλιο·
-
κάηκε η μπάμπω στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι, βλ. φρ. όποιος
καίγεται στο γάλα, φυσάει και το γιαούρτι·
-
όποιος καίγεται στο γάλα, φυσάει και το γιαούρτι ή όποιος καίγεται
στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι ή όποιος καίγεται στο χυλό, φυσάει
και το γιαούρτι, λέγεται για κείνον που έπαθε κάποια μεγάλη ζημιά και στο
εξής, από φόβο ή προνοητικότητα, αντιμετωπίζει με πολύ μεγάλη προσοχή και
σχολαστικότητα ακόμη και τις πιο ακίνδυνες υποθέσεις ή καταστάσεις·
-
τον πήραν με τα γιαούρτια, βλ. φρ. τον πήραν με τ’ αβγά, λ. αβγό·
-
του βάζω (του κάνω, του πατώ, του τραβώ), ένα κλύσμα με γιαούρτι, βλ. λ. κλύσμα·
-
τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάθηκαν τα κουτάλια ή τώρα που
έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάσαμε τα κουτάλια, λέγεται με παράπονο από τους
ηλικιωμένους, γιατί, ενώ σήμερα η γυναίκα είναι απελευθερωμένη και διεκδικεί τα
ίδια δικαιώματα στο σεξ με τον άντρα, αυτοί λόγω προχωρημένης ηλικίας αδυνατούν
να εκμεταλλευτούν αυτή την κατάσταση.