γιαλός, ο,
ουσ. [<μσν. γιαλός <αρχ. αἰγιαλός], ο γιαλός·
-
γιαλό γιαλό, κατά μήκος της ακτής, παραλιακά: «τον είδα με τη γκόμενά
του να περπατούν γιαλό γιαλό»·
-
είναι βάρκα γιαλό, βλ. λ. βάρκα·
-
ή στραβός είν’ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε, λέγεται ειρωνικά
πως για κάτι που δεν εξελίσσεται σωστά δε φταίει κανένας άλλος παρά εμείς οι
ίδιοι·
-
κάνε το καλό και ριξ’ το στο γιαλό, πρέπει κανείς να κάνει την καλή την
πράξη χωρίς να έχει αξίωση αναγνώρισης ή ανταπόδοσης·
-
όσοι μήνες δεν έχουν ρω, ψάρι δε βγαίνει στο γιαλό, βλ. λ. μήνας·
-
πηγαίνω γιαλό γιαλό, περπατώ ή ταξιδεύω κατά μήκος της ακτής. (Τραγούδι:
γιαλό γιαλό πηγαίναμε κι όλο για σένα λέγαμε)·
- το λέει όλος ο γιαλός ή όλος ο γιαλός το λέει, κουβεντιάζεται
κάτι ευρέως: «δεν μπορείς να μας κρυφτείς, γιατί το λέει όλος ο γιαλός πως εσύ
ήσουν αυτός που ξεκίνησε τον καβγά || ο κόσμος είναι ανήσυχος, γιατί όλος ο
γιαλός το λέει πως θα έχουμε πρόωρες εκλογές». Από την εικόνα του κόσμου που,
καθώς βγαίνει βόλτα στην ακτή, στην παραλία, κουβεντιάζει συνήθως επίκαιρα
θέματα.