γιάγμα, το,
ουσ. [<τουρκ. yagma (= λεηλασία, διαρπαγή)]·
-
γιάγμααα! με το επιφώνημα αυτό, όταν κάποιο παιδί είχε πλεόνασμα σε
σκαλιστά, χαρτάκια, γκαζιές (βώλους), πιατάκια (πώματα μπουκαλιών) κουκούτσια
(από βερίκοκα ή καΐσια), πολύ αγαπημένα παλιότερα και καθημερινά παιχνίδια των
παιδιών, και ήθελε να τα ξεφορτωθεί, αλλά δεν ήθελε να τα δώσει όλα στο ίδιο
άτομο, τότε συγκέντρωνε γύρω του την παρέα και με το επιφώνημα γιάγμααα! πετούσε
το πλεόνασμά του ψηλά στον αέρα. Τα παιδιά ορμούσαν στο διασκορπισμένο
πλεόνασμα και, ό,τι κατάφερνε να μαζέψει το καθένα, ήταν δικαιωματικά δικό του·
-
έγινε γιάγμα, (για εμπορεύματα) πουλήθηκε μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό
διάστημα σε πελάτες, που συνωστίζονταν για την αγορά του, είτε γιατί ήταν πολύ
καλής ποιότητας είτε γιατί ήταν πολύ φτηνό: «μόλις έβγαλε το εμπόρευμα στη
βιτρίνα, έγινε γιάγμα || μόλις έριξε την τιμή του εμπορεύματος, έγινε γιάγμα»·
-
τα κάνω γιάγμα (ενν. τα λεφτά μου), τα ξοδεύω ασυλλόγιστα, τα πετώ, τα
σκορπώ: «κέρδισε κάτι καλά λεφτά στο λαχείο, αλλά μέσα σε λίγο καιρό τα ’κανε
γιάγμα».
-
τα κάνω όλα γιάγμα, διασκορπίζω τα πάντα σε έναν χώρο, ιδίως κλειστό,
επιφέρω μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη ανακατωσούρα: «μπήκε αγριεμένος στο μαγαζί
και τα ’κανε όλα γιάγμα»·